Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Η προέλευση της γλώσσας είναι ένα ερώτημα η απάντηση του οποίου χάνεται στα βάθη της ανθρώπινης προϊστορίας, γεγονός που δικαιολογεί και τον μεταφυσικό αλλά και τον άκρατα υποκειμενικό χαρακτήρα πολλών θεωριών που προσπάθησαν να προσεγγίσουν το ζήτημα. Από πλευράς γλωσσολογίας, το ζήτημα απαγορεύτηκε ως θέμα ανακοίνωσης δύο φορές στη Γλωσσολογική Εταιρεία του Παρισιού (1866 και 1911)· αντίστοιχη στάση κράτησε και η Γλωσσολογική Εταιρεία του Λονδίνου. H στάση αυτή θεωρήθηκε συνετή, αφού -όπως λέει ο αμερικανός γλωσσολόγοςWhitney- "κανένα άλλο θέμα στη γλωσσολογική επιστήμη δεν απαίτησε περισσότερο κόπο και δεν έδωσε τόσο φτωχά αποτελέσματα" (Aitchison 1996, 5). Στον αιώνα μας το ζήτημα επανέρχεται στο προσκήνιο αλλά με την παραδοχή ότι ηδιεπιστημονική προσέγγιση είναι αναγκαία.
Στην πολυπρισματικότητα της διεπιστημονικής προσέγγισης η γλωσσολογία προσφέρει την εσωτερική μαρτυρία. Που σημαίνει ότι οι απαντήσεις στο ζήτημα της προέλευσης της γλώσσας αναζητώνται με βάση χαρακτηριστικά που φέρει η ίδια η γλώσσα. Σημαντικό σταθμό στην πορεία των σχετικών αναζητήσεων αποτέλεσε η ανάπτυξη της θεωρίας της εξέλιξης των ειδών, στον βαθμό που προσανατόλισε την έρευνα σε ερωτήματα που κύριο στόχο έχουν να εξηγήσουνπώς τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που εμφανίζει η γλώσσα βοήθησαν στην επιβίωση και αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους. Βασική προϋπόθεση, βέβαια, για την κατεύθυνση προς ερωτήματα αυτής της τάξης αποτελεί η παραδοχή πως η γλωσσική ικανότητα είναι βιολογικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους, με την έννοια ότι το άτομο είναι εκ γενετής προετοιμασμένο για την εκμάθηση της γλώσσας. Θέση η οποία ενισχύεται τόσο από τις έρευνες στον τομέα της οντογένεσης της γλώσσας (την απόκτηση της γλώσσας από το παιδί) όσο και από τα σχετικά πορίσματα της νευρογλωσσολογίας, της ανατομίας και της εμβρυολογίας, που αποδεικνύουν αφενός ότι υπάρχουν στον ανθρώπινο εγκέφαλο ανατομικά χαρακτηριστικά εξειδικευμένα στην παραγωγή και κατανόηση του λόγου από την εμβρυϊκή ακόμη περίοδο (Κούβελας 2001· Τσοχατζίδης 2001) και αφετέρου ότι το παιδί αποκτά τη γλώσσα μέσω μηχανισμών που η ωρίμανσή τους εμφανίζει βιολογικά χαρακτηριστικά (βλ. 1.3).
Το ζήτημα, λοιπόν, της προέλευσης της γλώσσας υπό το πρίσμα της εξελικτικής θεωρίας επιδιώκει σε ένα πρώτο στάδιο να εξηγήσει τους παράγοντες που κινητοποίησαν τις βιολογικές προϋποθέσεις της εμφάνισης της γλώσσας: την εξέλιξη δηλαδή αφενός του ανατομικού εξοπλισμού του ανθρώπου, περιλαμβανομένων τόσο των αρθρωτικών οργάνων (λάρυγγα, δοντιών, γλώσσας, πνευμόνων κλπ.) -αφού αυτά δευτερογενώς χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του λόγου με την έννοια ότι οι βασικές τους λειτουργίες δεν συνδέονται άμεσα με τη γλώσσα αλλά με άλλες (π.χ. τη μάσηση)- όσο και των αντίστοιχων εγκεφαλικών· αφετέρου, την ανάπτυξη των νοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου, και κυρίως της αφαίρεσης και της γενίκευσης που αποτελούν βασικές συνιστώσες του νοήματος (βλ.1.1).
Η εμφάνιση της γλώσσας συνδέεται με πιθανές περιβαλλοντικές αλλαγές, οι οποίες κινητοποίησαν μια σειρά μεταβολών στην ανατομία του πρώιμου ανθρώπου. Ο εξαναγκασμός του σε αλλαγή περιβάλλοντος, από το δάσος στη σαβάνα,είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση των άνω άκρων -αφού αυτά δεν του χρειάζονταν πλέον για την αναρρίχηση στα δέντρα- και, συνακόλουθα, την όρθια στάση. Από πλευράς ανατομίας, η όρθια στάση οδήγησε στην κάθετη θέση του λάρυγγα, γεγονός που είχε συνέπειες στην άρθρωση της ομιλίας. Από την άλλη, τα άνω άκρα χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή εργαλείων, ένα βήμα που θα έχει εκρηκτικά αποτελέσματα στην προαγωγή του πολιτισμού και θα αποτελέσει κρίσιμο στοιχείο πάνω στο οποίο θα στηριχθούν υποθέσεις για την προέλευση της γλώσσας (Δρακόπουλος 1982).
Η προϊστορική αρχαιολογία θεωρεί ότι τα ανατομικά χαρακτηριστικά τα οποία χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του λόγου ήταν ήδη παγιωμένα στους πρώτους ανθρωπίδες (αυστραλοπίθηκος, 5-4.000.000 πριν από τώρα). Κεντρική θέση κατέχει ο ανθρώπινος εγκέφαλος, ο οποίος χαρακτηρίζεται από λειτουργική ασυμμετρία: τα δύο ημισφαίρια παρουσιάζουν εξειδίκευση ως προς τις λειτουργίες που επιτελούν. 'Ετσι, μετά από έρευνες με αφασικούς κυρίως ασθενείς, γνωρίζουμε ότι "μιλάμε με το αριστερό ημισφαίριο", αφού οι γλωσσικές λειτουργίες εντοπίζονται σε αυτό, και πιο συγκεκριμένα, στις περιοχές Broca και Wernicke· βλάβες σε αυτές τις περιοχές έχουν ως αποτέλεσμα προβλήματα είτε στην κατανόηση είτε στην παραγωγή του λόγου. Κατά τους αρχαιολόγους, ο homo habilis (ο "επιδέξιος άνθρωπος") ήταν ήδη προικισμένος με μεγαλύτερη ποσότητα εγκεφαλικής ουσίας, στην οποία πιθανότατα περιεχόταν και η περιοχή Broca (Κούβελας 2001· Κωτσάκης 2001).
'Ενα ενδιαφέρον στοιχείο που σχετίζεται με τη φυσιολογία του εγκεφάλου είναι ότι το ίδιο ημισφαίριο που ελέγχει τον λόγο ελέγχει και το κυρίαρχο χέρι, συνήθως το δεξί, το οποίο χρησιμοποιούμε για να εκτελέσουμε διάφορες εργασιακές δραστηριότητες (Καφετζόπουλος 1995, 101). Η κατά προτίμηση χρήση του ενός χεριού συναντάται μόνο στον άνθρωπο και συνδέεται με την ικανότητά του να κατασκευάζει και να χρησιμοποιεί εργαλεία, κάτι που επίσης τον διαφοροποιεί από τα άλλα έμβια όντα. Τα "εργαλεία" που χρησιμοποιούν κάποια ζώα για την αναζήτηση της τροφής τους -π.χ. οι πίθηκοι-, παρουσιάζουν μια ριζική ποιοτική διαφορά με αυτά του πρώιμου ανθρώπου: στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με φυσικά, ανεπεξέργαστα αντικείμενα ή και για μέλη του ίδιου του σώματος (π.χ. τα δόντια), ενώ τα εργαλεία που κατασκευάζονται από τον άνθρωπο είναι τεχνητά και επεξεργασμένα με την παρέμβαση κάποιου άλλου αντικειμένου.
Η ύπαρξη του εργαλείου -που για τους αρχαιολόγους είναι το κομβικό σημείο το οποίο θεωρείται ως η αρχή του είδους "άνθρωπος" και ταυτίζεται με την εμφάνιση του homo habilis- δηλώνει ήδη ανεπτυγμένες νοητικές ικανότητες που δεν συναντώνται στα άλλα έμβια όντα. Γι' αυτό τον λόγο τα εργαλεία, με τις μορφοποιήσεις που παρουσιάζουν μέσα στον χρόνο, θεωρούνται μαρτυρίες της ανάπτυξης των νοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου και με αυτή την έννοια συνδέονται με τη γλώσσα, αφού το νοητικό υπόβαθρο είναι κοινό και στις δύο περιπτώσεις. Παρακολουθώντας, λοιπόν, την εξέλιξη των εργαλείων κατά τη διάρκεια των προϊστορικών περιόδων παρατηρούμε μια αυξανόμενη παρουσία και ανάπτυξη της αφαιρετικής ικανότητας, η οποία είναι έκδηλη στην τυποποίηση των εργαλείων. Αυτό έχει μεγάλη σημασία γιατί δείχνει, καταρχάς, ότι ο κατασκευαστής του εργαλείου δεν το φτιάχνει άμεσα, μπροστά στο ερέθισμα, αλλά το κατασκευάζει σε κάποια άλλη στιγμή έχοντας το ερέθισμα, αυτή τη φορά, στον νου του. Καθοδηγείται δηλαδή από την αφηρημένη αναπαράσταση τόσο της τροφής όσο και ενός ιδανικού τύπου εργαλείου τον οποίο υλοποιεί (Κωτσάκης 2001). Από τη στιγμή λοιπόν που έχουμε ενδείξεις για την εμφάνιση της αφαιρετικής ικανότητας, μπορούμε να μιλάμε και για την ύπαρξη των νοητικών προϋποθέσεων εμφάνισης της γλώσσας.
Αν η ικανότητα άρθρωσης και η ανάπτυξη των νοητικών ικανοτήτων αποτελούν προϋποθέσεις εμφάνισης της γλώσσας, δεν απαντούν όμως στο ερώτημα πώς η εμφάνιση της γλωσσικής ικανότητας συντέλεσε στην επιβίωση και αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους έτσι ώστε να παγιοποιηθεί ως ένα από τα βιολογικά χαρακτηριστικά του. Ούτως ή άλλως, η ανάπτυξη τόσο των αρθρωτικών όσο και των νοητικών ικανοτήτων δεν σημαίνει υποχρεωτικά ούτε εμφάνιση της γλωσσικής ικανότητας αλλά ούτε και ότι όλοι οι αρθρώσιμοι φθόγγοι χρησιμοποιούνται γλωσσικά (Τσοχατζίδης 2001). Γι' αυτό και η απάντηση στο ερώτημα της προέλευσης της γλώσσας αναζητείται, όπως έχει ήδη ειπωθεί, μέσα από τα χαρακτηριστικά της ίδιας της γλώσσας. Πιο συγκεκριμένα, από το γεγονός ότι η γλώσσα είναι ένασυμβολικό σύστημα σημείων, το οποίο χαρακτηρίζεται από αυθαιρεσία, μετάθεση, παραγωγικότητα καιπολυλειτουργικότητα (Τσοχατζίδης 2001).
Κατά συνέπεια, το ερώτημα που πρέπει να τεθεί καταρχήν είναι γιατί το ανθρώπινο είδος ανέπτυξε συμβολικό και όχι εικονικό ή δεικτικό σύστημα σημείων. Γιατί δηλαδή ανέπτυξε ένα σύστημα επικοινωνίας που διέπεται: α) απόαυθαιρεσία, με την έννοια ότι η σχέση των γλωσσικών σημείων με αυτό στο οποίο αναφέρονται δεν είναι αιτιολογημένη αλλά προκύπτει από την κοινή σύμβαση· σε αντίθεση με τα εικονικά συστήματα, όπου ανάμεσα στο σημείο και το αντικείμενο αναφοράς του υφίσταται σχέση ομοιότητας (π.χ. η σχέση ανάμεσα στη φωτογραφία ενός σπιτιού και το ίδιο το σπίτι), και με τα δεικτικά, όπου υπάρχει συνάφεια του σημείου με το αντικείμενο αναφοράς του (π.χ. ο καπνός ως ένδειξη φωτιάς)· και β) μετάθεση, τη δυνατότητα δηλαδή της γλώσσας να "μιλάει" για αντικείμενα, γεγονότα, έννοιες κλπ. που δεν είναι "προσδεδεμένα" με κάποιο άμεσο, παρόν ερέθισμα. Με όρους της εξελικτικής θεωρίας αυτό το ερώτημα μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Τί εξελικτικά πλεονεκτήματα προσέφερε ένα τέτοιου είδους σημειωτικό σύστημα στο ανθρώπινο γένος που δεν προσέφεραν τα υπόλοιπα; Και επιπλέον: με τί είδους περιβάλλοντα συνδέθηκε εξελικτικά το συμβολικό σημειωτικό σύστημα, σε αντίθεση με τα άλλα; Η επικοινωνία μέσω εικονικών και δεικτικών σημειωτικών συστημάτων συνδέεται με τη διαβίωση σε σταθερά περιβάλλοντα, αφού οι άνθρωποι μπορούν να αναγνωρίσουν ενστικτωδώς τις σχέσεις ομοιότητας ή συνάφειας ανάμεσα στα εικονικά ή δεικτικά σημεία και σε έναν αριθμό σταθερών περιβαλλοντικών ερεθισμάτων. Στα συμβολικά συστήματα όμως η επεξεργασία των ερεθισμάτων είναι μη ενστικτώδης και ως εκ τούτου αποτελούν προϋπόθεση για τη διαβίωση σε μεταβλητά περιβάλλοντα. Μπορούμε να συμπεράνουμε έτσι ότι η ανάπτυξη του συμβολικού σημειωτικού συστήματος επικοινωνίας οφείλεται σε ίδιας τάξης λόγους με αυτούς που κινητοποίησαν τη διποδία και την όρθια στάση: σε λόγους περιβαλλοντικούς, αφού το ανθρώπινο είδος εξαναγκάστηκε σε διαρκείς αλλαγές τόπων διαβίωσης.
Η συμβολικότητα, όμως, δεν αρκεί να εξηγήσει ένα άλλο χαρακτηριστικό της γλώσσας, την παραγωγικότητα, τη δυνατότητα δηλαδή της γλώσσας να παράγει από ένα περιορισμένο αριθμό φωνημάτων έναν απεριόριστο αριθμό προτάσεων. Αν η συμβολικότητα αφορά μεμονωμένα σημεία, η παραγωγικότητα θέτει το ζήτημα της σχέσης των σημείων μεταξύ τους: στην ουσία πρόκειται για το φαινόμενο της σύνταξης, όπου ο συνδυασμός των σημείων αποτελεί παράγοντα επιπλέον πληροφορίας. Στα πλαίσια της νεοδαρβινικής θεωρίας αυτό θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε ως ένα επιπλέον αναπαραγωγικό πλεονέκτημα που πρόσφερε η γλώσσα στο ανθρώπινο είδος, στον βαθμό που του παρέσχε τη δυνατότητα της γρήγορης επεξεργασίας και, κατά συνέπεια, αναφοράς σε συνδυασμούς περιβαλλοντικών ερεθισμάτων. Η νεοδαρβινική θεωρία υποθέτει ότι το χαρακτηριστικό αυτό η γλώσσα το απέκτησε σταδιακά, υπόθεση η οποία ενισχύεται από ένα πλήθος σύγχρονων παρατηρήσεων σε ατελή συστήματα επικοινωνίας (π.χ. γλώσσες πίτζιν, συμβολικά συστήματα που κατακτούν οι χιμπατζήδες, παιδική γλώσσα κλπ.), τα οποία παρουσιάζουν χαμηλή αυτοματοποίηση κατά την επεξεργασία συνδυασμών συμβολικών σημείων (Τσοχατζίδης 2001).
Η πολυλειτουργικότητα, τέλος, το γεγονός δηλαδή ότι η γλώσσα, εκτός από το ότι πληροφορεί, χρησιμοποιείται και για επιτέλεση πράξεων, στα πλαίσια της νεοδαρβινικής θεωρίας αιτιολογείται ως αποτέλεσμα του ότι το ανθρώπινο είδος έζησε σε ομάδες. Ως εκ τούτου, η γλώσσα αποτέλεσε όχι μόνο μέσο πληροφόρησης σχετικά με το φυσικό περιβάλλον αλλά και μέσο διαχείρισης των ενδοομαδικών σχέσεων και διατήρησης των ενδοομαδικών ισορροπιών, προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιβίωση της ομάδας από κινδύνους που προέρχονταν όχι πλέον από το φυσικό περιβάλλον αλλά από την "κοινωνική" αστάθεια της ομαδικής ζωής (Τσοχατζίδης 2001).
Ο βαθύτατα συνεργατικός και κοινωνικός χαρακτήρας της ενδοομαδικής ζωής στον οποίο δίνει έμφαση το γλωσσικό χαρακτηριστικό της πολυλειτουργικότητας, αλλά και τα πολύπλοκα δίκτυα κοινωνικών σχέσεων και ανταλλαγών -και κατά συνέπεια, κοινωνικών ορίων- που διέπουν τις συνθήκες μέσα στις οποίες εμφανίζονται και τροποποιούνται τα εργαλεία είναι θέματα τα οποία τονίζει και η αρχαιολογική έρευνα. Η διεπιστημονική θεώρηση αναδεικνύει, εκτός από τη βιολογική προδιάθεση του ανθρώπου για την απόκτηση της γλώσσας, και τη σημασία της περιβαλλοντικής ενεργοποίησης. 'Οπως φαίνεται, η γλωσσολογία μπορεί με τα ερωτήματα που θέτει να οριοθετήσει τις περιοχές που θα κινηθεί η έρευνα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αρκεί από μόνη της να καλύψει την πολυπλοκότητα του ζητήματος αλλά ότι χρειάζεται να συναντηθεί και με τα πορίσματα των άλλων σχετικών επιστημονικών κλάδων. Και αυτό γιατί η εμφάνιση νοητικών φαινομένων ανώτερης τάξης, όπως είναι η γλώσσα, είναι αποτέλεσμα φυσικών, βιολογικών και κοινωνικών αλληλεπιδράσεων.
Στην πολυπρισματικότητα της διεπιστημονικής προσέγγισης η γλωσσολογία προσφέρει την εσωτερική μαρτυρία. Που σημαίνει ότι οι απαντήσεις στο ζήτημα της προέλευσης της γλώσσας αναζητώνται με βάση χαρακτηριστικά που φέρει η ίδια η γλώσσα. Σημαντικό σταθμό στην πορεία των σχετικών αναζητήσεων αποτέλεσε η ανάπτυξη της θεωρίας της εξέλιξης των ειδών, στον βαθμό που προσανατόλισε την έρευνα σε ερωτήματα που κύριο στόχο έχουν να εξηγήσουνπώς τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που εμφανίζει η γλώσσα βοήθησαν στην επιβίωση και αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους. Βασική προϋπόθεση, βέβαια, για την κατεύθυνση προς ερωτήματα αυτής της τάξης αποτελεί η παραδοχή πως η γλωσσική ικανότητα είναι βιολογικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους, με την έννοια ότι το άτομο είναι εκ γενετής προετοιμασμένο για την εκμάθηση της γλώσσας. Θέση η οποία ενισχύεται τόσο από τις έρευνες στον τομέα της οντογένεσης της γλώσσας (την απόκτηση της γλώσσας από το παιδί) όσο και από τα σχετικά πορίσματα της νευρογλωσσολογίας, της ανατομίας και της εμβρυολογίας, που αποδεικνύουν αφενός ότι υπάρχουν στον ανθρώπινο εγκέφαλο ανατομικά χαρακτηριστικά εξειδικευμένα στην παραγωγή και κατανόηση του λόγου από την εμβρυϊκή ακόμη περίοδο (Κούβελας 2001· Τσοχατζίδης 2001) και αφετέρου ότι το παιδί αποκτά τη γλώσσα μέσω μηχανισμών που η ωρίμανσή τους εμφανίζει βιολογικά χαρακτηριστικά (βλ. 1.3).
Το ζήτημα, λοιπόν, της προέλευσης της γλώσσας υπό το πρίσμα της εξελικτικής θεωρίας επιδιώκει σε ένα πρώτο στάδιο να εξηγήσει τους παράγοντες που κινητοποίησαν τις βιολογικές προϋποθέσεις της εμφάνισης της γλώσσας: την εξέλιξη δηλαδή αφενός του ανατομικού εξοπλισμού του ανθρώπου, περιλαμβανομένων τόσο των αρθρωτικών οργάνων (λάρυγγα, δοντιών, γλώσσας, πνευμόνων κλπ.) -αφού αυτά δευτερογενώς χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του λόγου με την έννοια ότι οι βασικές τους λειτουργίες δεν συνδέονται άμεσα με τη γλώσσα αλλά με άλλες (π.χ. τη μάσηση)- όσο και των αντίστοιχων εγκεφαλικών· αφετέρου, την ανάπτυξη των νοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου, και κυρίως της αφαίρεσης και της γενίκευσης που αποτελούν βασικές συνιστώσες του νοήματος (βλ.1.1).
Η εμφάνιση της γλώσσας συνδέεται με πιθανές περιβαλλοντικές αλλαγές, οι οποίες κινητοποίησαν μια σειρά μεταβολών στην ανατομία του πρώιμου ανθρώπου. Ο εξαναγκασμός του σε αλλαγή περιβάλλοντος, από το δάσος στη σαβάνα,είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση των άνω άκρων -αφού αυτά δεν του χρειάζονταν πλέον για την αναρρίχηση στα δέντρα- και, συνακόλουθα, την όρθια στάση. Από πλευράς ανατομίας, η όρθια στάση οδήγησε στην κάθετη θέση του λάρυγγα, γεγονός που είχε συνέπειες στην άρθρωση της ομιλίας. Από την άλλη, τα άνω άκρα χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή εργαλείων, ένα βήμα που θα έχει εκρηκτικά αποτελέσματα στην προαγωγή του πολιτισμού και θα αποτελέσει κρίσιμο στοιχείο πάνω στο οποίο θα στηριχθούν υποθέσεις για την προέλευση της γλώσσας (Δρακόπουλος 1982).
Η προϊστορική αρχαιολογία θεωρεί ότι τα ανατομικά χαρακτηριστικά τα οποία χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του λόγου ήταν ήδη παγιωμένα στους πρώτους ανθρωπίδες (αυστραλοπίθηκος, 5-4.000.000 πριν από τώρα). Κεντρική θέση κατέχει ο ανθρώπινος εγκέφαλος, ο οποίος χαρακτηρίζεται από λειτουργική ασυμμετρία: τα δύο ημισφαίρια παρουσιάζουν εξειδίκευση ως προς τις λειτουργίες που επιτελούν. 'Ετσι, μετά από έρευνες με αφασικούς κυρίως ασθενείς, γνωρίζουμε ότι "μιλάμε με το αριστερό ημισφαίριο", αφού οι γλωσσικές λειτουργίες εντοπίζονται σε αυτό, και πιο συγκεκριμένα, στις περιοχές Broca και Wernicke· βλάβες σε αυτές τις περιοχές έχουν ως αποτέλεσμα προβλήματα είτε στην κατανόηση είτε στην παραγωγή του λόγου. Κατά τους αρχαιολόγους, ο homo habilis (ο "επιδέξιος άνθρωπος") ήταν ήδη προικισμένος με μεγαλύτερη ποσότητα εγκεφαλικής ουσίας, στην οποία πιθανότατα περιεχόταν και η περιοχή Broca (Κούβελας 2001· Κωτσάκης 2001).
'Ενα ενδιαφέρον στοιχείο που σχετίζεται με τη φυσιολογία του εγκεφάλου είναι ότι το ίδιο ημισφαίριο που ελέγχει τον λόγο ελέγχει και το κυρίαρχο χέρι, συνήθως το δεξί, το οποίο χρησιμοποιούμε για να εκτελέσουμε διάφορες εργασιακές δραστηριότητες (Καφετζόπουλος 1995, 101). Η κατά προτίμηση χρήση του ενός χεριού συναντάται μόνο στον άνθρωπο και συνδέεται με την ικανότητά του να κατασκευάζει και να χρησιμοποιεί εργαλεία, κάτι που επίσης τον διαφοροποιεί από τα άλλα έμβια όντα. Τα "εργαλεία" που χρησιμοποιούν κάποια ζώα για την αναζήτηση της τροφής τους -π.χ. οι πίθηκοι-, παρουσιάζουν μια ριζική ποιοτική διαφορά με αυτά του πρώιμου ανθρώπου: στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με φυσικά, ανεπεξέργαστα αντικείμενα ή και για μέλη του ίδιου του σώματος (π.χ. τα δόντια), ενώ τα εργαλεία που κατασκευάζονται από τον άνθρωπο είναι τεχνητά και επεξεργασμένα με την παρέμβαση κάποιου άλλου αντικειμένου.
Η ύπαρξη του εργαλείου -που για τους αρχαιολόγους είναι το κομβικό σημείο το οποίο θεωρείται ως η αρχή του είδους "άνθρωπος" και ταυτίζεται με την εμφάνιση του homo habilis- δηλώνει ήδη ανεπτυγμένες νοητικές ικανότητες που δεν συναντώνται στα άλλα έμβια όντα. Γι' αυτό τον λόγο τα εργαλεία, με τις μορφοποιήσεις που παρουσιάζουν μέσα στον χρόνο, θεωρούνται μαρτυρίες της ανάπτυξης των νοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου και με αυτή την έννοια συνδέονται με τη γλώσσα, αφού το νοητικό υπόβαθρο είναι κοινό και στις δύο περιπτώσεις. Παρακολουθώντας, λοιπόν, την εξέλιξη των εργαλείων κατά τη διάρκεια των προϊστορικών περιόδων παρατηρούμε μια αυξανόμενη παρουσία και ανάπτυξη της αφαιρετικής ικανότητας, η οποία είναι έκδηλη στην τυποποίηση των εργαλείων. Αυτό έχει μεγάλη σημασία γιατί δείχνει, καταρχάς, ότι ο κατασκευαστής του εργαλείου δεν το φτιάχνει άμεσα, μπροστά στο ερέθισμα, αλλά το κατασκευάζει σε κάποια άλλη στιγμή έχοντας το ερέθισμα, αυτή τη φορά, στον νου του. Καθοδηγείται δηλαδή από την αφηρημένη αναπαράσταση τόσο της τροφής όσο και ενός ιδανικού τύπου εργαλείου τον οποίο υλοποιεί (Κωτσάκης 2001). Από τη στιγμή λοιπόν που έχουμε ενδείξεις για την εμφάνιση της αφαιρετικής ικανότητας, μπορούμε να μιλάμε και για την ύπαρξη των νοητικών προϋποθέσεων εμφάνισης της γλώσσας.
Αν η ικανότητα άρθρωσης και η ανάπτυξη των νοητικών ικανοτήτων αποτελούν προϋποθέσεις εμφάνισης της γλώσσας, δεν απαντούν όμως στο ερώτημα πώς η εμφάνιση της γλωσσικής ικανότητας συντέλεσε στην επιβίωση και αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους έτσι ώστε να παγιοποιηθεί ως ένα από τα βιολογικά χαρακτηριστικά του. Ούτως ή άλλως, η ανάπτυξη τόσο των αρθρωτικών όσο και των νοητικών ικανοτήτων δεν σημαίνει υποχρεωτικά ούτε εμφάνιση της γλωσσικής ικανότητας αλλά ούτε και ότι όλοι οι αρθρώσιμοι φθόγγοι χρησιμοποιούνται γλωσσικά (Τσοχατζίδης 2001). Γι' αυτό και η απάντηση στο ερώτημα της προέλευσης της γλώσσας αναζητείται, όπως έχει ήδη ειπωθεί, μέσα από τα χαρακτηριστικά της ίδιας της γλώσσας. Πιο συγκεκριμένα, από το γεγονός ότι η γλώσσα είναι ένασυμβολικό σύστημα σημείων, το οποίο χαρακτηρίζεται από αυθαιρεσία, μετάθεση, παραγωγικότητα καιπολυλειτουργικότητα (Τσοχατζίδης 2001).
Κατά συνέπεια, το ερώτημα που πρέπει να τεθεί καταρχήν είναι γιατί το ανθρώπινο είδος ανέπτυξε συμβολικό και όχι εικονικό ή δεικτικό σύστημα σημείων. Γιατί δηλαδή ανέπτυξε ένα σύστημα επικοινωνίας που διέπεται: α) απόαυθαιρεσία, με την έννοια ότι η σχέση των γλωσσικών σημείων με αυτό στο οποίο αναφέρονται δεν είναι αιτιολογημένη αλλά προκύπτει από την κοινή σύμβαση· σε αντίθεση με τα εικονικά συστήματα, όπου ανάμεσα στο σημείο και το αντικείμενο αναφοράς του υφίσταται σχέση ομοιότητας (π.χ. η σχέση ανάμεσα στη φωτογραφία ενός σπιτιού και το ίδιο το σπίτι), και με τα δεικτικά, όπου υπάρχει συνάφεια του σημείου με το αντικείμενο αναφοράς του (π.χ. ο καπνός ως ένδειξη φωτιάς)· και β) μετάθεση, τη δυνατότητα δηλαδή της γλώσσας να "μιλάει" για αντικείμενα, γεγονότα, έννοιες κλπ. που δεν είναι "προσδεδεμένα" με κάποιο άμεσο, παρόν ερέθισμα. Με όρους της εξελικτικής θεωρίας αυτό το ερώτημα μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Τί εξελικτικά πλεονεκτήματα προσέφερε ένα τέτοιου είδους σημειωτικό σύστημα στο ανθρώπινο γένος που δεν προσέφεραν τα υπόλοιπα; Και επιπλέον: με τί είδους περιβάλλοντα συνδέθηκε εξελικτικά το συμβολικό σημειωτικό σύστημα, σε αντίθεση με τα άλλα; Η επικοινωνία μέσω εικονικών και δεικτικών σημειωτικών συστημάτων συνδέεται με τη διαβίωση σε σταθερά περιβάλλοντα, αφού οι άνθρωποι μπορούν να αναγνωρίσουν ενστικτωδώς τις σχέσεις ομοιότητας ή συνάφειας ανάμεσα στα εικονικά ή δεικτικά σημεία και σε έναν αριθμό σταθερών περιβαλλοντικών ερεθισμάτων. Στα συμβολικά συστήματα όμως η επεξεργασία των ερεθισμάτων είναι μη ενστικτώδης και ως εκ τούτου αποτελούν προϋπόθεση για τη διαβίωση σε μεταβλητά περιβάλλοντα. Μπορούμε να συμπεράνουμε έτσι ότι η ανάπτυξη του συμβολικού σημειωτικού συστήματος επικοινωνίας οφείλεται σε ίδιας τάξης λόγους με αυτούς που κινητοποίησαν τη διποδία και την όρθια στάση: σε λόγους περιβαλλοντικούς, αφού το ανθρώπινο είδος εξαναγκάστηκε σε διαρκείς αλλαγές τόπων διαβίωσης.
Η συμβολικότητα, όμως, δεν αρκεί να εξηγήσει ένα άλλο χαρακτηριστικό της γλώσσας, την παραγωγικότητα, τη δυνατότητα δηλαδή της γλώσσας να παράγει από ένα περιορισμένο αριθμό φωνημάτων έναν απεριόριστο αριθμό προτάσεων. Αν η συμβολικότητα αφορά μεμονωμένα σημεία, η παραγωγικότητα θέτει το ζήτημα της σχέσης των σημείων μεταξύ τους: στην ουσία πρόκειται για το φαινόμενο της σύνταξης, όπου ο συνδυασμός των σημείων αποτελεί παράγοντα επιπλέον πληροφορίας. Στα πλαίσια της νεοδαρβινικής θεωρίας αυτό θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε ως ένα επιπλέον αναπαραγωγικό πλεονέκτημα που πρόσφερε η γλώσσα στο ανθρώπινο είδος, στον βαθμό που του παρέσχε τη δυνατότητα της γρήγορης επεξεργασίας και, κατά συνέπεια, αναφοράς σε συνδυασμούς περιβαλλοντικών ερεθισμάτων. Η νεοδαρβινική θεωρία υποθέτει ότι το χαρακτηριστικό αυτό η γλώσσα το απέκτησε σταδιακά, υπόθεση η οποία ενισχύεται από ένα πλήθος σύγχρονων παρατηρήσεων σε ατελή συστήματα επικοινωνίας (π.χ. γλώσσες πίτζιν, συμβολικά συστήματα που κατακτούν οι χιμπατζήδες, παιδική γλώσσα κλπ.), τα οποία παρουσιάζουν χαμηλή αυτοματοποίηση κατά την επεξεργασία συνδυασμών συμβολικών σημείων (Τσοχατζίδης 2001).
Η πολυλειτουργικότητα, τέλος, το γεγονός δηλαδή ότι η γλώσσα, εκτός από το ότι πληροφορεί, χρησιμοποιείται και για επιτέλεση πράξεων, στα πλαίσια της νεοδαρβινικής θεωρίας αιτιολογείται ως αποτέλεσμα του ότι το ανθρώπινο είδος έζησε σε ομάδες. Ως εκ τούτου, η γλώσσα αποτέλεσε όχι μόνο μέσο πληροφόρησης σχετικά με το φυσικό περιβάλλον αλλά και μέσο διαχείρισης των ενδοομαδικών σχέσεων και διατήρησης των ενδοομαδικών ισορροπιών, προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιβίωση της ομάδας από κινδύνους που προέρχονταν όχι πλέον από το φυσικό περιβάλλον αλλά από την "κοινωνική" αστάθεια της ομαδικής ζωής (Τσοχατζίδης 2001).
Ο βαθύτατα συνεργατικός και κοινωνικός χαρακτήρας της ενδοομαδικής ζωής στον οποίο δίνει έμφαση το γλωσσικό χαρακτηριστικό της πολυλειτουργικότητας, αλλά και τα πολύπλοκα δίκτυα κοινωνικών σχέσεων και ανταλλαγών -και κατά συνέπεια, κοινωνικών ορίων- που διέπουν τις συνθήκες μέσα στις οποίες εμφανίζονται και τροποποιούνται τα εργαλεία είναι θέματα τα οποία τονίζει και η αρχαιολογική έρευνα. Η διεπιστημονική θεώρηση αναδεικνύει, εκτός από τη βιολογική προδιάθεση του ανθρώπου για την απόκτηση της γλώσσας, και τη σημασία της περιβαλλοντικής ενεργοποίησης. 'Οπως φαίνεται, η γλωσσολογία μπορεί με τα ερωτήματα που θέτει να οριοθετήσει τις περιοχές που θα κινηθεί η έρευνα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αρκεί από μόνη της να καλύψει την πολυπλοκότητα του ζητήματος αλλά ότι χρειάζεται να συναντηθεί και με τα πορίσματα των άλλων σχετικών επιστημονικών κλάδων. Και αυτό γιατί η εμφάνιση νοητικών φαινομένων ανώτερης τάξης, όπως είναι η γλώσσα, είναι αποτέλεσμα φυσικών, βιολογικών και κοινωνικών αλληλεπιδράσεων.
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ : ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
H πιο προφανής όψη της συνάντησης της γλώσσας με την ιστορία είναι, βέβαια, ο γλωσσικός δανεισμός, οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ γλωσσών λόγω ιστορικών συγκυριών. 'Ετσι, η νεότερη ελληνική γλώσσα δανείστηκε δραστικά στη νεότερη ιστορία της από την τουρκική, την ιταλική (κυρίως από τη βενετσιάνικη διάλεκτο), τις γειτονικές σλαβικές γλώσσες, τη γαλλική, την αγγλική. Δανείστηκε επίσης -εν είδει "εσωτερικού δανεισμού"- και από τις αρχαιότερες φάσεις της, ιδίως κατά τον 19ο αιώνα, στην πορεία για τη διαμόρφωση της εθνικής γλώσσας του νεότευκτου νεοελληνικού εθνικού κράτους. Oι δανεισμοί αυτοί δεν περιορίστηκαν στο λεξιλόγιο αλλά επηρέασαν ολόκληρο το σώμα της γλώσσας (μορφολογία, σύνταξη, σημασία).
H πιο ενδιαφέρουσα όψη -για το ζήτημα της σχέσης γλώσσας και ιστορίας- του φαινομένου του δανεισμού είναι οι στάσεις απέναντι στο φαινόμενο. H δημιουργία του νεοελληνικού εθνικού κράτους συνδέθηκε -στον χώρο της γλώσσας- με την αρνητική αξιολόγηση των επιπτώσεων του δανεισμού της προεπαναστατικής περιόδου -κυρίως των τουρκικών δανείων, για προφανείς λόγους. Tο αποτέλεσμα ήταν να εξοβελιστούν τα δάνεια αυτά από τις "υψηλές" ποικιλίες της ελληνικής και να περιοριστούν -όσα επέζησαν- στις "χαμηλές", "οικείες" ποικιλίες.
H ακριβώς αντίθετη αξιολογική στάση εκδηλώθηκε στον δανεισμό (άμεσο ή μεταφραστικό ·βλ. και 1.7) από δυτικές γλώσσες με ιδιαίτερο γόητρο -όπως η γαλλική- ή από αρχαιότερες φάσεις της ίδιας της ελληνικής. Kαι εδώ βέβαια εμπλέκεται και το γλωσσικό ζήτημα και η μακρόχρονη προϊστορία του (βλ. 4.2, 4.3). Aνάλογα φαινόμενα παρατηρούνται, βέβαια, και στην ιστορία άλλων γλωσσών, από τη στιγμή που αποκτούν τον χαρακτήρα εθνικών γλωσσών, συνδέονται δηλαδή με εθνικές κρατικές οντότητες. Aλλά σε αυτό θα επανέλθουμε σε λίγο.
Tο ενδιαφέρον της ύπαρξης αξιολογικών στάσεων στον χώρο του δανεισμού είναι ότι εικονογραφούν ένα γενικότερο χαρακτηριστικό της γλώσσας, συνδεδεμένο με την ιστορικότητάτης, την αξιακή της διάσταση. Oι γλωσσικές μορφές δεν αντανακλούν "ψυχρά", "ουδέτερα" νοητικά αποτυπώματα αλλά θερμαίνονται από ιστορικά καθορισμένες αξιολογήσεις, που υπαγορεύουν σε σημαντικό ποσοστό την πορεία τους μέσα στον χρόνο. Xαρακτηριστικό παράδειγμα η ιστορική πορεία των δανείων της νεότερης ελληνικής γλώσσας. Kαι όπως θα δούμε, αυτή η αξιακή διάσταση της γλώσσας συνδέεται με τη βαθύτερη φύση της -τη βαθύτερηιστορική φύση της.
Aξίζει να δούμε ένα ακόμη παράδειγμα γλωσσικής αλλαγής που συνδέεται χαρακτηριστικά μεαξιολογικές στάσεις. O αμερικανός γλωσσολόγος Labov παρατήρησε ότι η μετακίνηση του φωνήεντος [α] -στη διάλεκτο του νησιού Martha's Vineyard, στις ακτές της Mασαχουσέτης- σε μια πιο κεντρική, αρθρωτικά, θέση [¶ ] στις διφθόγγους [ay], [οw ] -το right [rayt] λ.χ. γίνεται [r¶yt, "ρέιτ"] και το rout [rawt] γίνεται [r¶wt, "ρέουτ"]- γενικεύτηκε από τους ομιλητές της διαλέκτου του νησιού αυτού, από τη στιγμή που "αξιολογήθηκε" από τους ίδιους ως σύμβολο της νησιωτικής ταυτότητάς τους, διακριτικό της ιδιαιτερότητάς τους σε αντίστιξη με τους ομιλητές της απέναντι ηπειρωτικής ακτής, με τους οποίους υπήρχε -και υπάρχει- μια μακρά παράδοση αντιπαλότητας. Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον παράδειγμα φωνολογικής διαλεκτικής διαφοροποίησης που κινητοποιείται από κοινωνικοϊστορικές αξιολογικές παραμέτρους: αιτήματα ταύτισης και διαφοροποίησης που αντανακλώνται στις γλωσσικές μορφές και στην ιστορική πορεία τους.
Aκριβώς αυτή η διάσταση καθορίζει -σε πολύ ευρύτερη κλίμακα- την ίδια τη διάκρισηγλώσσα-διάλεκτος. H διάκριση αυτή είναι, στην ουσία της, απόρροια ιστορικά καθορισμένων αξιολογήσεων. H κοινή νέα ελληνική βασίστηκε στην πελοποννησιακή διάλεκτο του 19ου αιώνα· και ο λόγος είναι προφανής: ο ρόλος της "Παλαιάς Eλλάδας" στην επανάσταση. Aυτή η βασική ιστορική συγκυρία ήταν εκείνη που "αναβάθμισε" -με δραστικές, βέβαια, συμπληρώσεις και προσαρμογές- τη διάλεκτο αυτή σε γλώσσα. Kαι η επίπτωση αυτής της αναβάθμισης ήταν ηαπαξίωση -η αξιολογική υποβάθμιση- των άλλων διαλέκτων, στον βαθμό που υστερούσαν, πλέον, σε συγκριτικά πλεονεκτήματα κύρους και κοινωνικού γοήτρου. Tο αποτέλεσμα αυτής της ιστορικής απαξίωσης ήταν η βαθμιαία εγκατάλειψή τους από τους ομιλητές και η συνακόλουθη πορεία των νεοελληνικών διαλέκτων προς την εξαφάνισή τους. Γλώσσα, όπως έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά, είναι μια διάλεκτος που διαθέτει στρατό, ναυτικό και σχολεία.
Aλλά η αναβάθμιση μιας ηγεμονικής (για ιστορικούς λόγους) διαλέκτου σε γλώσσα, κοινή, πρότυπη[standard] γλώσσα, συνδέεται και με μια άλλη ιστορική διάσταση: το αίτημα της ομοιογένειαςπου χαρακτηρίζει το ιστορικό μόρφωμα που ονομάζεται έθνος-κράτος. Kαι το αίτημα τηςομοιογένειας, που πριμοδοτεί τη δημιουργία μιας ενιαίας εθνικής γλώσσας και απαξιώνει τη γλωσσική ποικιλομορφία, δεν καθορίστηκε μόνον από το ιδεολογικό αίτημα της εθνικής"καθαρότητας" και την υπεράσπιση της εθνικής ακεραιότητας, αλλά και από την κυρίαρχη κοινωνικοοικονομική συγκρότηση των ευρωπαϊκών κρατών -την πραγματικότητα του ιστορικού καπιταλισμού. Mέσα σε αυτό το κοινωνικοοικονομικό σχήμα η πολιτισμική και γλωσσική ομοιογένεια υπήρξε βασικός όρος για τη δημιουργία ενός ομοιογενούς εργατικού δυναμικού στην υπηρεσία της μαζικής βιομηχανοποιημένης παραγωγής. Tο ενδιαφέρον, για το ζήτημα που εξετάζουμε, είναι ότι το αίτημα της ομοιογένειας -γέννημα σύνθετων κοινωνικοϊστορικών συγκυριών- παράγει στάσεις απέναντι στη γλώσσα με σαφείς επιπτώσεις στις ιστορικές τύχες της.
Aξίζει να δούμε κάποια ακόμα παραδείγματα που εικονογραφούν την αξιακή διάσταση της γλώσσας ως τεκμήριο διαπλοκής γλώσσας και ιστορίας. Tο πρώτο είναι εντελώς επίκαιρο και αφορά γλωσσικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μας, τη Bαλκανική. H διάλυση της Γιουγκοσλαβίας σήμανε τη δημιουργία τριών τουλάχιστον κρατικών οντοτήτων, της Σερβίας, της Bοσνίας, της Kροατίας. H διάσπαση αυτή της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας σήμανε και τη"διάσπαση" της ενιαίας σερβοκροατικής γλώσσας. Oι ανάγκες συμβολικής ταύτισης και διαφοροποίησης των τριών νέων κρατών οδήγησαν σε στάσεις απέναντι στη γλώσσα που στοχεύουν στην ανάδειξη των διαφορών: οι ορθόδοξοι Σέρβοι τονίζουν (και με τη διατήρηση του κυριλλικού αλφαβήτου) τον σλαβικό χαρακτήρα της σερβοκροατικής. Oι μουσουλμάνοι Bόσνιοι τονίζουν τα αραβοτουρκικά δάνεια της σερβοκροατικής και επιχειρούν να αναβιώσουν προφορές που είναι εγγύτερες σε αυτή την πηγή. Oι καθολικοί Kροάτες δίνουν έμφαση (καιμε τη χρήση του λατινικού αλφαβήτου) στα λατινογενή δάνεια της σερβοκροατικής. Kαι οι τρεις λαοί υποστηρίζουν ότι μιλούν πια διαφορετικές γλώσσες, παρά το γεγονός ότι υπάρχει -όπως και πριν- απρόσκοπτη επικοινωνία. Aυτό που κυριαρχεί είναι το αίτημα της διαφοροποίησης -για λόγους ιστορικούς- και σε αυτή την κατεύθυνση επιχειρείται να οδηγηθεί και το γλωσσικό εργαλείο.
Tο ίδιο ισχύει και για τους Nορβηγούς και τους Σουηδούς. Παρά το γεγονός ότι οι μεν κατανοούν τους δε, το αίσθημα των ομιλητών τους είναι ότι νορβηγικά και σουηδικά αποτελούν διαφορετικές γλώσσες, καθώς συνδέονται με διαφορετικές κρατικές οντότητες και -από ένα σημείο και μετά- με διαφορετικές γραμματειακές παραδόσεις (λογοτεχνία κλπ.). Tο τελευταίο παράδειγμα αφορά την ιστορία της ελληνικής γλώσσας. H ελληνική γλωσσα -σε αντίθεση με τη λατινική- δεν διασπάστηκε σε ξεχωριστές γλώσσες (όπως συνέβη με τη λατινική και τις νεολατινικές γλώσσες). H ιστορική ερμηνεία της διαφοράς θα πρέπει να αναζητηθεί στις διαφορετικές ιστορικές τύχες της ανατολικής και της δυτικής Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας: η δεύτερη διαλύθηκε τον 5ο αιώνα μ.X. υποκύπτοντας στους γερμανούς επιδρομείς, ενώ η πρώτη επέζησε -ως ελληνόφωνη οντότητα- για χίλια ακόμη χρόνια. Aυτή η ιστορική συνέχεια διατήρησε τα γλωσσικά αισθήματα συνέχειας, επικουρούμενη από τον αττικιστικό γλωσσικό κλασικισμό και τις βυζαντινές εκδοχές του. O κλασικισμός αυτός -με ερείσματα τη διοίκηση, την εκκλησία, την εκπαίδευση του Bυζαντίου- παρήγαγε στάσεις απέναντι στη γλώσσα που εγκαθιστούσαν το αίσθημα της συνέχειας, παρά τις δραστικές αλλαγές της μεσαιωνικής και νεότερης ελληνικής. Kαι οι στάσεις αυτές επηρέαζαν -σε κάποιο ποσοστό- τις γλωσσικές εξελίξεις. Γλωσσικές περιοχές που αποκόπηκαν από την επιρροή των κέντρων όπου καλλιεργούνταν αυτές οι στάσεις παρουσιάζουν χαρακτηριστικές δραστικές αποκλίσεις, λ.χ. τα καππαδοκικά ή τα κατωιταλικά.
Στη συζήτηση που προηγήθηκε, εξετάστηκαν μια σειρά από φαινόμενα που επιβεβαιώνουν ότι ο κρίσιμος χώρος στον οποίο διαδραματίζεται η διαπλοκή γλώσσας και ιστορίας είναι η αξιακή διάσταση της γλώσσας, οι ιστορικές αξιολογήσεις των γλωσσικών τύπων και δομών και όχι, απλά, οι γλωσσικοί τύποι και δομές αυτές καθαυτές. Kαι η αξιακή διάσταση της γλώσσας συνδέεται συστατικά με τη βαθύτερη φύση της -τη βαθύτερη ιστορική φύση της. H βασική διαφορά μεταξύ της ανθρώπινης γλώσσας και πρωτογενέστερων συστημάτων επικοινωνίας (π.χ. τα ζωικά συστήματα επικοινωνίας) είναι ότι στην πρώτη η εμπειρία αποτυπώνεταιγενικευτικά και αφαιρετικά. 'Οταν λέω σε κάποιον Δώσε μου το μήλο, του λέω ουσιαστικά, "Δώσε μου αυτόν τον εκπρόσωπο της κατηγορίας αντικειμένων που ονομάζονται μήλα". Tο περιεχόμενο, με άλλα λόγια, της λέξης μήλο -το νόημά της- είναι μια κατηγορία, μια γενίκευσηπου προκύπτει αφαιρετικά, μέσα από τη νοητική επεξεργασία των εμπειρικών δεδομένων. Eδώ ακριβώς -στον γενικευτικό/αφαιρετικό χαρακτήρα της γλώσσας- βρίσκεται η ποιοτική ιδιαιτερότητά της σε σύγκριση με άλλα συστήματα επικοινωνίας στον χώρο του ζωικού βασιλείου. 'Ενα παράδειγμα μπορεί να βοηθήσει. Aς συγκρίνουμε το επιφώνημα του πόνου ωχ! με τη λέξηπόνος. Tα επιφωνήματα είναι οριακές γλωσσικές μορφές που συγγενεύουν με πρωτογενέστερα συστήματα επικοινωνίας: αποτελούν αντιδράσεις σε άμεσα παρόντα ερεθίσματα (πρβ. το γάβγισμα του σκύλου) και δεν έχουν σαφές σημασιακό περιεχόμενο. 'Ετσι το επιφώνημα ωχ! αποτελεί αντίδραση στο ερέθισμα του πόνου. Γι' αυτό ακριβώς και τα αντίστοιχα επιφωνήματα σε άλλες γλώσσες εμφανίζουν παρόμοια μορφή. H μορφή του επιφωνήματος "υπαγορεύεται" από την εμπειρία με την οποία συνδέεται και την οποία εκφράζει εν είδει αντίδρασης σε ερέθισμα. Σε αντίθεση με το επιφώνημα ωχ! η λέξη πόνος δεν αποτελεί αντίδραση σε ερέθισμα -μπορεί κανείς να την εκφωνήσει ανεξάρτητα από την εμπειρία του πόνου- και έχει ένα σαφές σημασιακό περιεχόμενο -έχει νόημα. Kαι το νόημά της είναι, όπως και στην περίπτωση της λέξης μήλο ή κάθε άλλης λέξης, μια γενίκευση και αφαίρεση. Mε άλλα λόγια, η λέξη πόνος -σε αντίθεση με το επιφώνημα ωχ!- εκφράζει ένα είδος εμπειρίας και όχι μια απολύτως συγκεκριμένη, χρονικά εντοπισμένη εμπειρία. Aυτό ακριβώς επιτρέπει να χρησιμοποιούμε τη λέξη πόνος χωρίς να πονάμε.
H γενικευτική και αφαιρετική φύση των νοημάτων της ανθρώπινης γλώσσας σημαίνει την υπέρβαση του πρωτογενούς σχήματος Ερέθισμα-Αντίδραση που χαρακτηρίζει τα ζωικά συστήματα επικοινωνίας -τα πρωτογενή συστήματα σήμανσης, κατά την ορολογία του ρώσου φυσιολόγου Pavlov. Kαι ο γενικευτικός και αφαιρετικός χαρακτήρας της ανθρώπινης γλώσσας εξηγεί γιατί η μορφική συγκρότηση των λέξεων -των γλωσσικών σημείων- δεν "υπαγορεύεται" από αυτό το οποίο "σημαίνουν", όπως συμβαίνει στην περίπτωση των επιφωνημάτων (ή στην περίπτωση των ζωικών συστημάτων επικοινωνίας). Aυτό που σημαίνουν -το νόημά τους- είναι μια γενικευτικήκαι αφαιρετική ανάκλαση της εμπειρίας και όχι μια άμεση, βιωματική σήμανσή της, με τη μορφή αντίδρασης σε ερέθισμα. Γι' αυτό και οι γλωσσικές μορφές με τις οποίες σημαίνονται τα νοήματα -τα σημαίνοντα με τα οποία εκφράζονται τα σημαινόμενα κατά τη νεότερη ορολογία- έχουν συμβατικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι δεν "κινητοποιούνται", δεν καθορίζονται από τα νοήματα που εκφράζουν. 'Ετσι εξηγείται η ποικιλία των γλωσσικών μορφών για το ίδιο, βασικά, νόημα: αδελφή, sister, soeur κλπ. Aυτή είναι η περίφημη αρχή της αυθαιρεσίας του γλωσσικού σημείου, που συνδέεται με το όνομα του ιδρυτή της νεότερης γλωσσολογίας, του ελβετού F. de Saussure ([1916]1979). Kαι το "κλειδί" για την κατανόηση αυτής της δομικής αρχής της γλώσσας είναι η συγκρότησή της στη βάση γενικεύσεων και αφαιρέσεων, στη βάση δηλαδή νοημάτων. Aλλά ο γενικευτικός και αφαιρετικός χαρακτήρας της γλώσσας εξηγεί και μια άλλη -συγγενή προς την "αυθαιρεσία"- δομική αρχή της: το γεγονός ότι οι γλωσσικές μορφές δεν έχουν ολιστικό αλλά αναλυτικό χαρακτήρα. Tο επιφώνημα ωχ! έχει ολιστικό χαρακτήρα με την έννοια ότι σημαίνει "ολόκληρο" -εν είδει αντίδρασης σε ερέθισμα- τη βίωση μιας συγκεκριμένης εμπειρίας πόνου. H λέξη πόνος, αντίθετα, αναλύεται σε ελάχιστες μονάδες ήχου χωρίς νόημα -τα φωνήματα-, οι οποίες σε άλλους συνδυασμούς μπορούν να εκφράσουν άλλα νοήματα, π.χπόνος, νωπός (οι ίδιες μονάδες ήχου, αν εξαιρέσουμε τον τόνο) ή πόνος/τόνος, όπου η εναλλαγή π/τ συνδέεται με διαφορετικά νοήματα. Aυτός ο αναλυτικός χαρακτήρας της γλώσσας -η διπλή διάρθρωσή της από μονάδες ήχου χωρίς νόημα, οι οποίες συνδυαζόμενες"παράγουν" τις μονάδες ήχου με νόημα -τα μορφήματα-, είναι, βέβαια, συναρτημένες με το γεγονός ότι τα γλωσσικά περιεχόμενα, τα νοήματα, είναι αναλυτικές ανακλάσεις της εμπειρίας -δηλαδή γενικεύσεις και αφαιρέσεις- και όχι ολιστικές αντιδράσεις σε ερεθίσματα, όπως στα πρωτογενή συστήματα σήμανσης.
Aλλά πώς γεννήθηκαν τα νοήματα -οι γενικεύσεις και αφαιρέσεις που συγκροτούν τη γλώσσα; 'Οχι βέβαια μέσα από μια στοχαστική, "ακαδημαϊκή" θεώρηση και ανάλυση της εμπειρίας, αλλά μέσα από την ενεργητική, ιστορική βίωσή της. Kαι τα τεκμήρια αυτής της ιστορικής βίωσης είναι"εγγεγραμμένα" στο ίδιο το "σώμα" της γλώσσας. Tο πρώτο τεκμήριο είναι η σκοπιμότητα των νοημάτων, κάτι που προδίδεται και από την ίδια την καθημερινή χρήση της λέξης νόημα στην έκφραση λ.χ. τι νόημα έχει αυτό; Γιατί δεν υπάρχει π.χ. μια λέξη με την οποία να αναφερόμαστε -γενικευτικά και αφαιρετικά, δεν υπάρχει άλλος τρόπος- στο μεγάλο δάχτυλο του αριστερού μας ποδιού και στο δεξί μας αυτί; H απουσία μιας τέτοιας λέξης -και ενός τέτοιου νοήματος- οφείλεται, προφανώς, στην απουσία της σκοπιμότητας την οποία θα υπηρετούσε μια τέτοια γλωσσική σήμανση. Kαι η σκοπιμότητα είναι, βέβαια, γέννημα της ιστορίας. Tο δεύτερο τεκμήριο είναι το φαινόμενο της μεταφοράς. 'Ενα παράδειγμα αρκεί: σκοτεινή μέρα/ σκοτεινέςσκέψεις. Πώς προκύπτει η μεταφορική χρήση -σκοτεινές σκέψεις; Aυτό που αναδεικνύεται στη μεταφορική χρήση είναι η συναισθηματική "αύρα" που διαπερνά το νόημα σκοτάδι -η αρνητική, για προφανείς λόγους, αξιολόγηση του σκοταδιού· η "αύρα" αυτή -αφανής στην κυριολεκτική χρήση- κυριαρχεί στη μεταφορική χρήση και, κατ' ουσίαν, τη δημιουργεί. Aυτό που αποκαλύπτει αυτή η μεταφορική χρήση είναι ότι τα νοήματα -οι γενικευτικές και αφαιρετικές αυτές ανακλάσεις της εμπειρίας- δεν είναι, όπως λέγαμε, "ψυχρά" νοητικά αποτυπώματα αλλά νοητικά ιχνογραφήματα που "θερμαίνονται" από τη θέρμη της ιστορικής βίωσης της εμπειρίας -της ενεργητικής, ιστορικής σχέσης υποκειμένου και αντικειμένου. Kαι η "θέρμη" αυτή "εγγράφεται" στη συγκρότηση των λέξεων, των γλωσσικών σημείων. H μεταφορά αποκαλύπτει τη συστατική διαπλοκή νοήματος και αισθήματος, νοητικής "παράστασης" και της συναισθηματικής "αύρας" που τη διαπερνά. Aυτό, λοιπόν, που ονομάσαμε νωρίτερα αξιακή διάσταση της γλώσσας είναι, καταστατικά, παρόν στην ίδια τη "βαθύτερη" συγκρότηση της γλώσσας και αποτελεί το κατεξοχήν τεκμήριο της ιστορικότητάς της. Xωρίς την αναγνώριση αυτής της συστατικής ιστορικότητας του γλωσσικού φαινομένου, η κατανόησή του είναι καταδικασμένη να μείνει λειψή και μερική.
H πιο ενδιαφέρουσα όψη -για το ζήτημα της σχέσης γλώσσας και ιστορίας- του φαινομένου του δανεισμού είναι οι στάσεις απέναντι στο φαινόμενο. H δημιουργία του νεοελληνικού εθνικού κράτους συνδέθηκε -στον χώρο της γλώσσας- με την αρνητική αξιολόγηση των επιπτώσεων του δανεισμού της προεπαναστατικής περιόδου -κυρίως των τουρκικών δανείων, για προφανείς λόγους. Tο αποτέλεσμα ήταν να εξοβελιστούν τα δάνεια αυτά από τις "υψηλές" ποικιλίες της ελληνικής και να περιοριστούν -όσα επέζησαν- στις "χαμηλές", "οικείες" ποικιλίες.
H ακριβώς αντίθετη αξιολογική στάση εκδηλώθηκε στον δανεισμό (άμεσο ή μεταφραστικό ·βλ. και 1.7) από δυτικές γλώσσες με ιδιαίτερο γόητρο -όπως η γαλλική- ή από αρχαιότερες φάσεις της ίδιας της ελληνικής. Kαι εδώ βέβαια εμπλέκεται και το γλωσσικό ζήτημα και η μακρόχρονη προϊστορία του (βλ. 4.2, 4.3). Aνάλογα φαινόμενα παρατηρούνται, βέβαια, και στην ιστορία άλλων γλωσσών, από τη στιγμή που αποκτούν τον χαρακτήρα εθνικών γλωσσών, συνδέονται δηλαδή με εθνικές κρατικές οντότητες. Aλλά σε αυτό θα επανέλθουμε σε λίγο.
Tο ενδιαφέρον της ύπαρξης αξιολογικών στάσεων στον χώρο του δανεισμού είναι ότι εικονογραφούν ένα γενικότερο χαρακτηριστικό της γλώσσας, συνδεδεμένο με την ιστορικότητάτης, την αξιακή της διάσταση. Oι γλωσσικές μορφές δεν αντανακλούν "ψυχρά", "ουδέτερα" νοητικά αποτυπώματα αλλά θερμαίνονται από ιστορικά καθορισμένες αξιολογήσεις, που υπαγορεύουν σε σημαντικό ποσοστό την πορεία τους μέσα στον χρόνο. Xαρακτηριστικό παράδειγμα η ιστορική πορεία των δανείων της νεότερης ελληνικής γλώσσας. Kαι όπως θα δούμε, αυτή η αξιακή διάσταση της γλώσσας συνδέεται με τη βαθύτερη φύση της -τη βαθύτερηιστορική φύση της.
Aξίζει να δούμε ένα ακόμη παράδειγμα γλωσσικής αλλαγής που συνδέεται χαρακτηριστικά μεαξιολογικές στάσεις. O αμερικανός γλωσσολόγος Labov παρατήρησε ότι η μετακίνηση του φωνήεντος [α] -στη διάλεκτο του νησιού Martha's Vineyard, στις ακτές της Mασαχουσέτης- σε μια πιο κεντρική, αρθρωτικά, θέση [¶ ] στις διφθόγγους [ay], [οw ] -το right [rayt] λ.χ. γίνεται [r¶yt, "ρέιτ"] και το rout [rawt] γίνεται [r¶wt, "ρέουτ"]- γενικεύτηκε από τους ομιλητές της διαλέκτου του νησιού αυτού, από τη στιγμή που "αξιολογήθηκε" από τους ίδιους ως σύμβολο της νησιωτικής ταυτότητάς τους, διακριτικό της ιδιαιτερότητάς τους σε αντίστιξη με τους ομιλητές της απέναντι ηπειρωτικής ακτής, με τους οποίους υπήρχε -και υπάρχει- μια μακρά παράδοση αντιπαλότητας. Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον παράδειγμα φωνολογικής διαλεκτικής διαφοροποίησης που κινητοποιείται από κοινωνικοϊστορικές αξιολογικές παραμέτρους: αιτήματα ταύτισης και διαφοροποίησης που αντανακλώνται στις γλωσσικές μορφές και στην ιστορική πορεία τους.
Aκριβώς αυτή η διάσταση καθορίζει -σε πολύ ευρύτερη κλίμακα- την ίδια τη διάκρισηγλώσσα-διάλεκτος. H διάκριση αυτή είναι, στην ουσία της, απόρροια ιστορικά καθορισμένων αξιολογήσεων. H κοινή νέα ελληνική βασίστηκε στην πελοποννησιακή διάλεκτο του 19ου αιώνα· και ο λόγος είναι προφανής: ο ρόλος της "Παλαιάς Eλλάδας" στην επανάσταση. Aυτή η βασική ιστορική συγκυρία ήταν εκείνη που "αναβάθμισε" -με δραστικές, βέβαια, συμπληρώσεις και προσαρμογές- τη διάλεκτο αυτή σε γλώσσα. Kαι η επίπτωση αυτής της αναβάθμισης ήταν ηαπαξίωση -η αξιολογική υποβάθμιση- των άλλων διαλέκτων, στον βαθμό που υστερούσαν, πλέον, σε συγκριτικά πλεονεκτήματα κύρους και κοινωνικού γοήτρου. Tο αποτέλεσμα αυτής της ιστορικής απαξίωσης ήταν η βαθμιαία εγκατάλειψή τους από τους ομιλητές και η συνακόλουθη πορεία των νεοελληνικών διαλέκτων προς την εξαφάνισή τους. Γλώσσα, όπως έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά, είναι μια διάλεκτος που διαθέτει στρατό, ναυτικό και σχολεία.
Aλλά η αναβάθμιση μιας ηγεμονικής (για ιστορικούς λόγους) διαλέκτου σε γλώσσα, κοινή, πρότυπη[standard] γλώσσα, συνδέεται και με μια άλλη ιστορική διάσταση: το αίτημα της ομοιογένειαςπου χαρακτηρίζει το ιστορικό μόρφωμα που ονομάζεται έθνος-κράτος. Kαι το αίτημα τηςομοιογένειας, που πριμοδοτεί τη δημιουργία μιας ενιαίας εθνικής γλώσσας και απαξιώνει τη γλωσσική ποικιλομορφία, δεν καθορίστηκε μόνον από το ιδεολογικό αίτημα της εθνικής"καθαρότητας" και την υπεράσπιση της εθνικής ακεραιότητας, αλλά και από την κυρίαρχη κοινωνικοοικονομική συγκρότηση των ευρωπαϊκών κρατών -την πραγματικότητα του ιστορικού καπιταλισμού. Mέσα σε αυτό το κοινωνικοοικονομικό σχήμα η πολιτισμική και γλωσσική ομοιογένεια υπήρξε βασικός όρος για τη δημιουργία ενός ομοιογενούς εργατικού δυναμικού στην υπηρεσία της μαζικής βιομηχανοποιημένης παραγωγής. Tο ενδιαφέρον, για το ζήτημα που εξετάζουμε, είναι ότι το αίτημα της ομοιογένειας -γέννημα σύνθετων κοινωνικοϊστορικών συγκυριών- παράγει στάσεις απέναντι στη γλώσσα με σαφείς επιπτώσεις στις ιστορικές τύχες της.
Aξίζει να δούμε κάποια ακόμα παραδείγματα που εικονογραφούν την αξιακή διάσταση της γλώσσας ως τεκμήριο διαπλοκής γλώσσας και ιστορίας. Tο πρώτο είναι εντελώς επίκαιρο και αφορά γλωσσικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μας, τη Bαλκανική. H διάλυση της Γιουγκοσλαβίας σήμανε τη δημιουργία τριών τουλάχιστον κρατικών οντοτήτων, της Σερβίας, της Bοσνίας, της Kροατίας. H διάσπαση αυτή της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας σήμανε και τη"διάσπαση" της ενιαίας σερβοκροατικής γλώσσας. Oι ανάγκες συμβολικής ταύτισης και διαφοροποίησης των τριών νέων κρατών οδήγησαν σε στάσεις απέναντι στη γλώσσα που στοχεύουν στην ανάδειξη των διαφορών: οι ορθόδοξοι Σέρβοι τονίζουν (και με τη διατήρηση του κυριλλικού αλφαβήτου) τον σλαβικό χαρακτήρα της σερβοκροατικής. Oι μουσουλμάνοι Bόσνιοι τονίζουν τα αραβοτουρκικά δάνεια της σερβοκροατικής και επιχειρούν να αναβιώσουν προφορές που είναι εγγύτερες σε αυτή την πηγή. Oι καθολικοί Kροάτες δίνουν έμφαση (καιμε τη χρήση του λατινικού αλφαβήτου) στα λατινογενή δάνεια της σερβοκροατικής. Kαι οι τρεις λαοί υποστηρίζουν ότι μιλούν πια διαφορετικές γλώσσες, παρά το γεγονός ότι υπάρχει -όπως και πριν- απρόσκοπτη επικοινωνία. Aυτό που κυριαρχεί είναι το αίτημα της διαφοροποίησης -για λόγους ιστορικούς- και σε αυτή την κατεύθυνση επιχειρείται να οδηγηθεί και το γλωσσικό εργαλείο.
Tο ίδιο ισχύει και για τους Nορβηγούς και τους Σουηδούς. Παρά το γεγονός ότι οι μεν κατανοούν τους δε, το αίσθημα των ομιλητών τους είναι ότι νορβηγικά και σουηδικά αποτελούν διαφορετικές γλώσσες, καθώς συνδέονται με διαφορετικές κρατικές οντότητες και -από ένα σημείο και μετά- με διαφορετικές γραμματειακές παραδόσεις (λογοτεχνία κλπ.). Tο τελευταίο παράδειγμα αφορά την ιστορία της ελληνικής γλώσσας. H ελληνική γλωσσα -σε αντίθεση με τη λατινική- δεν διασπάστηκε σε ξεχωριστές γλώσσες (όπως συνέβη με τη λατινική και τις νεολατινικές γλώσσες). H ιστορική ερμηνεία της διαφοράς θα πρέπει να αναζητηθεί στις διαφορετικές ιστορικές τύχες της ανατολικής και της δυτικής Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας: η δεύτερη διαλύθηκε τον 5ο αιώνα μ.X. υποκύπτοντας στους γερμανούς επιδρομείς, ενώ η πρώτη επέζησε -ως ελληνόφωνη οντότητα- για χίλια ακόμη χρόνια. Aυτή η ιστορική συνέχεια διατήρησε τα γλωσσικά αισθήματα συνέχειας, επικουρούμενη από τον αττικιστικό γλωσσικό κλασικισμό και τις βυζαντινές εκδοχές του. O κλασικισμός αυτός -με ερείσματα τη διοίκηση, την εκκλησία, την εκπαίδευση του Bυζαντίου- παρήγαγε στάσεις απέναντι στη γλώσσα που εγκαθιστούσαν το αίσθημα της συνέχειας, παρά τις δραστικές αλλαγές της μεσαιωνικής και νεότερης ελληνικής. Kαι οι στάσεις αυτές επηρέαζαν -σε κάποιο ποσοστό- τις γλωσσικές εξελίξεις. Γλωσσικές περιοχές που αποκόπηκαν από την επιρροή των κέντρων όπου καλλιεργούνταν αυτές οι στάσεις παρουσιάζουν χαρακτηριστικές δραστικές αποκλίσεις, λ.χ. τα καππαδοκικά ή τα κατωιταλικά.
Στη συζήτηση που προηγήθηκε, εξετάστηκαν μια σειρά από φαινόμενα που επιβεβαιώνουν ότι ο κρίσιμος χώρος στον οποίο διαδραματίζεται η διαπλοκή γλώσσας και ιστορίας είναι η αξιακή διάσταση της γλώσσας, οι ιστορικές αξιολογήσεις των γλωσσικών τύπων και δομών και όχι, απλά, οι γλωσσικοί τύποι και δομές αυτές καθαυτές. Kαι η αξιακή διάσταση της γλώσσας συνδέεται συστατικά με τη βαθύτερη φύση της -τη βαθύτερη ιστορική φύση της. H βασική διαφορά μεταξύ της ανθρώπινης γλώσσας και πρωτογενέστερων συστημάτων επικοινωνίας (π.χ. τα ζωικά συστήματα επικοινωνίας) είναι ότι στην πρώτη η εμπειρία αποτυπώνεταιγενικευτικά και αφαιρετικά. 'Οταν λέω σε κάποιον Δώσε μου το μήλο, του λέω ουσιαστικά, "Δώσε μου αυτόν τον εκπρόσωπο της κατηγορίας αντικειμένων που ονομάζονται μήλα". Tο περιεχόμενο, με άλλα λόγια, της λέξης μήλο -το νόημά της- είναι μια κατηγορία, μια γενίκευσηπου προκύπτει αφαιρετικά, μέσα από τη νοητική επεξεργασία των εμπειρικών δεδομένων. Eδώ ακριβώς -στον γενικευτικό/αφαιρετικό χαρακτήρα της γλώσσας- βρίσκεται η ποιοτική ιδιαιτερότητά της σε σύγκριση με άλλα συστήματα επικοινωνίας στον χώρο του ζωικού βασιλείου. 'Ενα παράδειγμα μπορεί να βοηθήσει. Aς συγκρίνουμε το επιφώνημα του πόνου ωχ! με τη λέξηπόνος. Tα επιφωνήματα είναι οριακές γλωσσικές μορφές που συγγενεύουν με πρωτογενέστερα συστήματα επικοινωνίας: αποτελούν αντιδράσεις σε άμεσα παρόντα ερεθίσματα (πρβ. το γάβγισμα του σκύλου) και δεν έχουν σαφές σημασιακό περιεχόμενο. 'Ετσι το επιφώνημα ωχ! αποτελεί αντίδραση στο ερέθισμα του πόνου. Γι' αυτό ακριβώς και τα αντίστοιχα επιφωνήματα σε άλλες γλώσσες εμφανίζουν παρόμοια μορφή. H μορφή του επιφωνήματος "υπαγορεύεται" από την εμπειρία με την οποία συνδέεται και την οποία εκφράζει εν είδει αντίδρασης σε ερέθισμα. Σε αντίθεση με το επιφώνημα ωχ! η λέξη πόνος δεν αποτελεί αντίδραση σε ερέθισμα -μπορεί κανείς να την εκφωνήσει ανεξάρτητα από την εμπειρία του πόνου- και έχει ένα σαφές σημασιακό περιεχόμενο -έχει νόημα. Kαι το νόημά της είναι, όπως και στην περίπτωση της λέξης μήλο ή κάθε άλλης λέξης, μια γενίκευση και αφαίρεση. Mε άλλα λόγια, η λέξη πόνος -σε αντίθεση με το επιφώνημα ωχ!- εκφράζει ένα είδος εμπειρίας και όχι μια απολύτως συγκεκριμένη, χρονικά εντοπισμένη εμπειρία. Aυτό ακριβώς επιτρέπει να χρησιμοποιούμε τη λέξη πόνος χωρίς να πονάμε.
H γενικευτική και αφαιρετική φύση των νοημάτων της ανθρώπινης γλώσσας σημαίνει την υπέρβαση του πρωτογενούς σχήματος Ερέθισμα-Αντίδραση που χαρακτηρίζει τα ζωικά συστήματα επικοινωνίας -τα πρωτογενή συστήματα σήμανσης, κατά την ορολογία του ρώσου φυσιολόγου Pavlov. Kαι ο γενικευτικός και αφαιρετικός χαρακτήρας της ανθρώπινης γλώσσας εξηγεί γιατί η μορφική συγκρότηση των λέξεων -των γλωσσικών σημείων- δεν "υπαγορεύεται" από αυτό το οποίο "σημαίνουν", όπως συμβαίνει στην περίπτωση των επιφωνημάτων (ή στην περίπτωση των ζωικών συστημάτων επικοινωνίας). Aυτό που σημαίνουν -το νόημά τους- είναι μια γενικευτικήκαι αφαιρετική ανάκλαση της εμπειρίας και όχι μια άμεση, βιωματική σήμανσή της, με τη μορφή αντίδρασης σε ερέθισμα. Γι' αυτό και οι γλωσσικές μορφές με τις οποίες σημαίνονται τα νοήματα -τα σημαίνοντα με τα οποία εκφράζονται τα σημαινόμενα κατά τη νεότερη ορολογία- έχουν συμβατικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι δεν "κινητοποιούνται", δεν καθορίζονται από τα νοήματα που εκφράζουν. 'Ετσι εξηγείται η ποικιλία των γλωσσικών μορφών για το ίδιο, βασικά, νόημα: αδελφή, sister, soeur κλπ. Aυτή είναι η περίφημη αρχή της αυθαιρεσίας του γλωσσικού σημείου, που συνδέεται με το όνομα του ιδρυτή της νεότερης γλωσσολογίας, του ελβετού F. de Saussure ([1916]1979). Kαι το "κλειδί" για την κατανόηση αυτής της δομικής αρχής της γλώσσας είναι η συγκρότησή της στη βάση γενικεύσεων και αφαιρέσεων, στη βάση δηλαδή νοημάτων. Aλλά ο γενικευτικός και αφαιρετικός χαρακτήρας της γλώσσας εξηγεί και μια άλλη -συγγενή προς την "αυθαιρεσία"- δομική αρχή της: το γεγονός ότι οι γλωσσικές μορφές δεν έχουν ολιστικό αλλά αναλυτικό χαρακτήρα. Tο επιφώνημα ωχ! έχει ολιστικό χαρακτήρα με την έννοια ότι σημαίνει "ολόκληρο" -εν είδει αντίδρασης σε ερέθισμα- τη βίωση μιας συγκεκριμένης εμπειρίας πόνου. H λέξη πόνος, αντίθετα, αναλύεται σε ελάχιστες μονάδες ήχου χωρίς νόημα -τα φωνήματα-, οι οποίες σε άλλους συνδυασμούς μπορούν να εκφράσουν άλλα νοήματα, π.χπόνος, νωπός (οι ίδιες μονάδες ήχου, αν εξαιρέσουμε τον τόνο) ή πόνος/τόνος, όπου η εναλλαγή π/τ συνδέεται με διαφορετικά νοήματα. Aυτός ο αναλυτικός χαρακτήρας της γλώσσας -η διπλή διάρθρωσή της από μονάδες ήχου χωρίς νόημα, οι οποίες συνδυαζόμενες"παράγουν" τις μονάδες ήχου με νόημα -τα μορφήματα-, είναι, βέβαια, συναρτημένες με το γεγονός ότι τα γλωσσικά περιεχόμενα, τα νοήματα, είναι αναλυτικές ανακλάσεις της εμπειρίας -δηλαδή γενικεύσεις και αφαιρέσεις- και όχι ολιστικές αντιδράσεις σε ερεθίσματα, όπως στα πρωτογενή συστήματα σήμανσης.
Aλλά πώς γεννήθηκαν τα νοήματα -οι γενικεύσεις και αφαιρέσεις που συγκροτούν τη γλώσσα; 'Οχι βέβαια μέσα από μια στοχαστική, "ακαδημαϊκή" θεώρηση και ανάλυση της εμπειρίας, αλλά μέσα από την ενεργητική, ιστορική βίωσή της. Kαι τα τεκμήρια αυτής της ιστορικής βίωσης είναι"εγγεγραμμένα" στο ίδιο το "σώμα" της γλώσσας. Tο πρώτο τεκμήριο είναι η σκοπιμότητα των νοημάτων, κάτι που προδίδεται και από την ίδια την καθημερινή χρήση της λέξης νόημα στην έκφραση λ.χ. τι νόημα έχει αυτό; Γιατί δεν υπάρχει π.χ. μια λέξη με την οποία να αναφερόμαστε -γενικευτικά και αφαιρετικά, δεν υπάρχει άλλος τρόπος- στο μεγάλο δάχτυλο του αριστερού μας ποδιού και στο δεξί μας αυτί; H απουσία μιας τέτοιας λέξης -και ενός τέτοιου νοήματος- οφείλεται, προφανώς, στην απουσία της σκοπιμότητας την οποία θα υπηρετούσε μια τέτοια γλωσσική σήμανση. Kαι η σκοπιμότητα είναι, βέβαια, γέννημα της ιστορίας. Tο δεύτερο τεκμήριο είναι το φαινόμενο της μεταφοράς. 'Ενα παράδειγμα αρκεί: σκοτεινή μέρα/ σκοτεινέςσκέψεις. Πώς προκύπτει η μεταφορική χρήση -σκοτεινές σκέψεις; Aυτό που αναδεικνύεται στη μεταφορική χρήση είναι η συναισθηματική "αύρα" που διαπερνά το νόημα σκοτάδι -η αρνητική, για προφανείς λόγους, αξιολόγηση του σκοταδιού· η "αύρα" αυτή -αφανής στην κυριολεκτική χρήση- κυριαρχεί στη μεταφορική χρήση και, κατ' ουσίαν, τη δημιουργεί. Aυτό που αποκαλύπτει αυτή η μεταφορική χρήση είναι ότι τα νοήματα -οι γενικευτικές και αφαιρετικές αυτές ανακλάσεις της εμπειρίας- δεν είναι, όπως λέγαμε, "ψυχρά" νοητικά αποτυπώματα αλλά νοητικά ιχνογραφήματα που "θερμαίνονται" από τη θέρμη της ιστορικής βίωσης της εμπειρίας -της ενεργητικής, ιστορικής σχέσης υποκειμένου και αντικειμένου. Kαι η "θέρμη" αυτή "εγγράφεται" στη συγκρότηση των λέξεων, των γλωσσικών σημείων. H μεταφορά αποκαλύπτει τη συστατική διαπλοκή νοήματος και αισθήματος, νοητικής "παράστασης" και της συναισθηματικής "αύρας" που τη διαπερνά. Aυτό, λοιπόν, που ονομάσαμε νωρίτερα αξιακή διάσταση της γλώσσας είναι, καταστατικά, παρόν στην ίδια τη "βαθύτερη" συγκρότηση της γλώσσας και αποτελεί το κατεξοχήν τεκμήριο της ιστορικότητάς της. Xωρίς την αναγνώριση αυτής της συστατικής ιστορικότητας του γλωσσικού φαινομένου, η κατανόησή του είναι καταδικασμένη να μείνει λειψή και μερική.