ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ
Η Ψυχανάλυση, αποτελεί μια από τις συνταρακτικότερες νοητικές συλλήψεις του ανθρώπινου είδους και συνίσταται αφενός μεν σε μια πλήρη θεωρία κατανόησης της λειτουργίας του ανθρώπινου ψυχισμού και αφετέρου σε μια αποτελεσματική ψυχοθεραπευτική τεχνική, δηλαδή την ψυχαναλυτική μέθοδο, όπως την δίδαξε ο Sigmund Freud ή την τροποποίησαν οι επίγονοί του (Jung, Adler, Rank, Ferenzchi, Lacan κλπ.), στην θεραπεία των ψυχικών παθήσεων.
Ένα σοβαρό site για την Ψυχιατρική δεν μπορεί να μην ασχοληθεί (λιγότερο ή περισσότερο) με την Ψυχανάλυση. Σε αυτήν την ενότητα θα βρείτε άρθρα μας που θίγουν διάφορα ψυχαναλυτικά ζητήματα:
Η συχνότητα των θεραπευτικών συνεδριών στην ψυχανάλυση είναι τέσσερις ως πέντε φορές τη βδομάδα και η διάρκεια της θεραπείας δύο ως πέντε ή και περισσότερα χρόνια . Προϋποθέσεις για την επιλογή των ασθενών είναι 1) η σχετικά νεαρή ηλικία , συνήθως κάτω από σαράντα , ώστε να υπάρχει δυνατότητα αλλαγής της προσωπικότητας 2) η ικανότητα του ατόμου για αντοχή στη στέρηση της ικανοποίησης των επιθυμιών , που χαρακτηρίζει την ανάλυση 3) η ύπαρξη ισχυρού εγώ που να μπορεί να παλινδρομήσει (να επιστρέψει δηλαδή σε προηγούμενες φάσεις της ζωής) και να συνειδητοποιήσει απωθημένα βιώματα της παιδικής ηλικίας χωρίς να διασπασθεί 4) η ύπαρξη ενός πλαισίου ζωής που να μπορεί ρεαλιστικά να αλλάξει ."Νευροτικοί" και κυρίως οι ασθενείς με διαταραχές προσωπικότητας εφ' όσον συντρέχουν και οι παραπάνω προϋποθέσεις και είναι επίσης έντονα κινητοποιημένοι για θεραπεία , μπορούν να κάνουν ψυχανάλυση .
Η ψυχανάλυση χρησιμοποιεί τον ονομαζόμενο βασικό κανόνα σύνφωνα νε τον οποίο ο αναλυόμενος δέχεται να αναφέρει ελεύθερα στον αναλυτή οτιδήποτε αυθόρμητα σκέπτεται και νιώθει χωρίς τίποτε να υποκρύπτρει ή να επιλέγει . Η σωστή παρακολούθηση του βασικού κανόνα οδηγεί στον ελεύθερο συνειρμό , που προσφέρει πλούσιο ασυνείδητο υλικό .
Η ψυχανάλυση βασίζεται στη δημιουργία κατάστασης τεχνητής στέρησης του ασθενή που προάγει την παλινδρόμηση του και την καλύτερη ανίχνευση των συγκρούσεων της παιδικής ηλικίας . Η χρησιμοποίηση του ανάκλιντρου με τη σχετική ακινησία που συνεπάγεται , η έλλειψη οπτικής επαφής και επικοινωνίας με τον αναλυτή που κάθεται κοντά αλλά έξω από το οπτικο πεδίο του αναλυόμενου , η έμφαση στον λόγο και όχι στην πράξη , στερούν τον αναλυόμενο από την άμεση ικανοποίηση ή εκτόνωση των επιθυμιών και αναγκών του . Η στέρηση αυτή επιτείνει τις ασυνείδητες επιθυμίες , οι αμυντικοί μηχανισμοί γίνονται πιο εμφανείς και η ανάλυση διευκολύνεται.
Σκοπός της ψυχανάλυσης είναι η άρση τις απώθησης , η επάνοδος στο συνειδητό ξεχασμένων , δηλαδή απωθημένων , βιωμάτων και κυρίως η προοδευτική σύνθεση του προηγούμενα απωθημένου υλικού με τα δομικά στοιχεία της προσωπικότητας , η οποία αρχίζει έτσι να μεταβάλλεται .
Η ψυχαναλυτική διεργασία χαρακτηρίζεται 1) από την ανάπτυξη έντονης μεταβίβασης , τη μεταβιβαστική δηλαδή νεύρωση 2) από τηθεραπευτική συμμαχία που στηρίζεται στην ανάπτυξη βασικής εμπιστοσύνης από τον αναλυόμενο προς τον αναλυτή και χαρακτηρίζεται από την ολοκληρωτική συνεργασία μαζί του 3)από την αντίσταση στην ανάλυση , που αναπόφευκτα συνυπάρχει καθώς η άρση της απώθησης είναι απειλητική για τον ασθενή (φοβάται την αποκάλυψη άγνωστων στοιχείων του εαυτού του , φοβάται την αλλαγή της προσωπικότητάς του που μπορεί να σημαίνει ανάληψη ευθύνης από μέρος του και απώλεια της φροντίδας που δέχεται από τους άλλους κ.ο.κ) 4) από τη θεραπευτική επεξεργασία , που αναφέρεται στην ανάγκη για συνεχείς και επανειλλημένες ερμηνευτικές παρεμβάσεις του αναλυτή για το ίδιο απωθημένο σύμπλεγμα ως ότου συνειδητά ελεγχθεί και αφομειωθεί . Η τελική φάση της θεραπείας είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς απευθύνεται στη λύση της μεταβιβαστικής νεύρωσης και την καλύτερη προσαρμογή του ασθενή .
Η επέμβαση του αναλυτή στις συγκρούσεις του αναλυόμενου γίνεται με τη χρησιμοποίηση της ερμηνείας . Η ερμηνεία αποσκοπεί στο να αποδώσει εναισθησία στον αναλυόμενο , τόσο νοητική όσο και κυρίως συναισθηματική , των ασυνείδητων αντιστάσεων , αμυντικών μηχανισμών επιθυμιών και φαντασιών του , που αποτελούν τα στοιχεία των συγκρούσεων . Ερμηνεύονται η μεταβίβαση , τα όνειρα , τρέχουσες συγκρούσεις και οι ιστορικές συνδέσεις τους με το παρελθόν δηλ. οι παιδικες συγκρούσεις . Ιδιαίτερα η ερμηνεία των ονείρωναποτελεί βασικό στοιχείο της ψυχανάλυσης . Το όνειρο , όπως τόνισε ο Freud ,αποτελεί "το βασιλικό δρόμο για το ασυνείδητο" και ο ελεύθερος συνειρμός του αναλυόμενου πάνω στους συμβολισμούς του ονείρου αποκαλύπτει πολλές φορές βαθιά κρυμμένες επιθυμίες και φαντασιώσεις τις παιδικής ηλικίας .
Ένα σοβαρό site για την Ψυχιατρική δεν μπορεί να μην ασχοληθεί (λιγότερο ή περισσότερο) με την Ψυχανάλυση. Σε αυτήν την ενότητα θα βρείτε άρθρα μας που θίγουν διάφορα ψυχαναλυτικά ζητήματα:
Η συχνότητα των θεραπευτικών συνεδριών στην ψυχανάλυση είναι τέσσερις ως πέντε φορές τη βδομάδα και η διάρκεια της θεραπείας δύο ως πέντε ή και περισσότερα χρόνια . Προϋποθέσεις για την επιλογή των ασθενών είναι 1) η σχετικά νεαρή ηλικία , συνήθως κάτω από σαράντα , ώστε να υπάρχει δυνατότητα αλλαγής της προσωπικότητας 2) η ικανότητα του ατόμου για αντοχή στη στέρηση της ικανοποίησης των επιθυμιών , που χαρακτηρίζει την ανάλυση 3) η ύπαρξη ισχυρού εγώ που να μπορεί να παλινδρομήσει (να επιστρέψει δηλαδή σε προηγούμενες φάσεις της ζωής) και να συνειδητοποιήσει απωθημένα βιώματα της παιδικής ηλικίας χωρίς να διασπασθεί 4) η ύπαρξη ενός πλαισίου ζωής που να μπορεί ρεαλιστικά να αλλάξει ."Νευροτικοί" και κυρίως οι ασθενείς με διαταραχές προσωπικότητας εφ' όσον συντρέχουν και οι παραπάνω προϋποθέσεις και είναι επίσης έντονα κινητοποιημένοι για θεραπεία , μπορούν να κάνουν ψυχανάλυση .
Η ψυχανάλυση χρησιμοποιεί τον ονομαζόμενο βασικό κανόνα σύνφωνα νε τον οποίο ο αναλυόμενος δέχεται να αναφέρει ελεύθερα στον αναλυτή οτιδήποτε αυθόρμητα σκέπτεται και νιώθει χωρίς τίποτε να υποκρύπτρει ή να επιλέγει . Η σωστή παρακολούθηση του βασικού κανόνα οδηγεί στον ελεύθερο συνειρμό , που προσφέρει πλούσιο ασυνείδητο υλικό .
Η ψυχανάλυση βασίζεται στη δημιουργία κατάστασης τεχνητής στέρησης του ασθενή που προάγει την παλινδρόμηση του και την καλύτερη ανίχνευση των συγκρούσεων της παιδικής ηλικίας . Η χρησιμοποίηση του ανάκλιντρου με τη σχετική ακινησία που συνεπάγεται , η έλλειψη οπτικής επαφής και επικοινωνίας με τον αναλυτή που κάθεται κοντά αλλά έξω από το οπτικο πεδίο του αναλυόμενου , η έμφαση στον λόγο και όχι στην πράξη , στερούν τον αναλυόμενο από την άμεση ικανοποίηση ή εκτόνωση των επιθυμιών και αναγκών του . Η στέρηση αυτή επιτείνει τις ασυνείδητες επιθυμίες , οι αμυντικοί μηχανισμοί γίνονται πιο εμφανείς και η ανάλυση διευκολύνεται.
Σκοπός της ψυχανάλυσης είναι η άρση τις απώθησης , η επάνοδος στο συνειδητό ξεχασμένων , δηλαδή απωθημένων , βιωμάτων και κυρίως η προοδευτική σύνθεση του προηγούμενα απωθημένου υλικού με τα δομικά στοιχεία της προσωπικότητας , η οποία αρχίζει έτσι να μεταβάλλεται .
Η ψυχαναλυτική διεργασία χαρακτηρίζεται 1) από την ανάπτυξη έντονης μεταβίβασης , τη μεταβιβαστική δηλαδή νεύρωση 2) από τηθεραπευτική συμμαχία που στηρίζεται στην ανάπτυξη βασικής εμπιστοσύνης από τον αναλυόμενο προς τον αναλυτή και χαρακτηρίζεται από την ολοκληρωτική συνεργασία μαζί του 3)από την αντίσταση στην ανάλυση , που αναπόφευκτα συνυπάρχει καθώς η άρση της απώθησης είναι απειλητική για τον ασθενή (φοβάται την αποκάλυψη άγνωστων στοιχείων του εαυτού του , φοβάται την αλλαγή της προσωπικότητάς του που μπορεί να σημαίνει ανάληψη ευθύνης από μέρος του και απώλεια της φροντίδας που δέχεται από τους άλλους κ.ο.κ) 4) από τη θεραπευτική επεξεργασία , που αναφέρεται στην ανάγκη για συνεχείς και επανειλλημένες ερμηνευτικές παρεμβάσεις του αναλυτή για το ίδιο απωθημένο σύμπλεγμα ως ότου συνειδητά ελεγχθεί και αφομειωθεί . Η τελική φάση της θεραπείας είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς απευθύνεται στη λύση της μεταβιβαστικής νεύρωσης και την καλύτερη προσαρμογή του ασθενή .
Η επέμβαση του αναλυτή στις συγκρούσεις του αναλυόμενου γίνεται με τη χρησιμοποίηση της ερμηνείας . Η ερμηνεία αποσκοπεί στο να αποδώσει εναισθησία στον αναλυόμενο , τόσο νοητική όσο και κυρίως συναισθηματική , των ασυνείδητων αντιστάσεων , αμυντικών μηχανισμών επιθυμιών και φαντασιών του , που αποτελούν τα στοιχεία των συγκρούσεων . Ερμηνεύονται η μεταβίβαση , τα όνειρα , τρέχουσες συγκρούσεις και οι ιστορικές συνδέσεις τους με το παρελθόν δηλ. οι παιδικες συγκρούσεις . Ιδιαίτερα η ερμηνεία των ονείρωναποτελεί βασικό στοιχείο της ψυχανάλυσης . Το όνειρο , όπως τόνισε ο Freud ,αποτελεί "το βασιλικό δρόμο για το ασυνείδητο" και ο ελεύθερος συνειρμός του αναλυόμενου πάνω στους συμβολισμούς του ονείρου αποκαλύπτει πολλές φορές βαθιά κρυμμένες επιθυμίες και φαντασιώσεις τις παιδικής ηλικίας .
ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ - ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ FREUD
O Φρόυντ έγραφε, σκεφτόταν και ανέπτυσσε τις ιδέες του για την Ψυχανάλυση, για τις οποίες είναι διάσημος, για μία περίοδο μεγαλύτερη των πενήντα ετών. Αναπόφευκτα, σε έναν φιλόσοφο της φαντασίας και της πρωτοτυπίας του, οι ιδέες του δεν παρέμειναν στατικές κατά τη διάρκεια αυτών των δεκαετιών και, εξίσου αναπόφευκτα, μπορεί να βρίσκονται αντιφάσεις στις ογκώδεις γραφές του. Μερικοί κριτικοί έχουν χρησιμοποιήσει αυτές τις αντιφάσεις σαν ράβδο με την οποία κτυπούν την πλάτη του Φρόυντ. Θα ήταν περιφρονητικό της έννοιας επιστήμονας, αν δεν θα μπορούσε να αλλάξει τις ιδέες του βάσει των νέων στοιχείων και για αυτό είναι δύσκολο να μην συμφωνηθεί ότι τέτοιοι κριτικοί σπαταλούν άδικα την ενέργειά τους. Ναι, υπάρχουν αντιφάσεις στις γραφές του Φρόυντ, αλλά είναι ασήμαντες έναντι της ευρείας οπτικής της σκέψης του κατά τη διάρκεια της ενεργής ζωής του.
Προκειμένου να αποκτηθεί κάποια αίσθηση των ιδεών του σχετικά με την Ψυχανάλυση, είναι δυνατό να διαιρεθούν σε τέσσερεις, πολύ γενικές κατηγορίες. Με γενικότερους όρους είναι δυνατό να ειπωθεί ότι, σε διαφορετικές περιόδους της ζωής του, ο Φρόυντ ενδιαφέρθηκαν για μια από αυτές τις τέσσερις κατηγορίες παρά για τις άλλες.
- Από τα τέλη του 1880 μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ερευνούσε τις ιδέες του σχετικά με το συνειδητό και το ασυνείδητο, που προέκυψαν από την πρακτική του με τους ασθενείς του.
- Παράλληλα με αυτό, από τα μέσα της δεκαετίας του 1890 μέχρι τα έτη πριν από το ξέσπασμα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, διατύπωσε τις ιδέες του για την σεξουαλική ανάπτυξη από την παιδική ηλικία στην εφηβεία και πέρα.
- Από τα 1890 ο Φρόυντ προσπάθησε να διαμορφώσει κάποια γενική θεωρία για τη δομή του νου, στην οποία θα μπορούσε να αρμόσει τις νέες ιδέες του, αλλά ήταν μόνο κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και της πρόωρης δεκαετίας του '20 που παρουσίασε το τριμερές σχήμα, το εκείνο, το εγώ και το υπερεγώ, που αντιπροσωπεύει την πιο αναλυτική σκέψη του στο θέμα.
- Στα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του, οι πιο ξεχωριστές γραφές του, ενδιαφέρθηκαν για το τι μπορεί να πει η ψυχανάλυση, για τα ευρύτερα ζητήματα του πολιτισμού και της κοινωνίας.
ΤΟ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ
Ο Φρόυντ δεν ήταν το πρώτο πρόσωπο που έγραψε για το ασυνείδητο. Η έννοια ότι υπάρχουν διανοητικές διαδικασίες, οι οποίες επηρεάζουν τη συμπεριφορά μας αλλά που δεν είναι προσιτές στο συνειδητό, λογικό μυαλό, είναι παρούσα σε μια σειρά κειμένων που χρονολογούνται από τους κλασσικούς χρόνους.
Εντούτοις, κανένας πριν τον Φρόυντ δεν είχε κάνει μια συστηματική μελέτη αυτής της ιδέας και βεβαίως κανένας πριν τον Φρόυντ δεν τόλμησε να προτείνει ότι:
Οι διανοητικές διαδικασίες είναι, πολύ κατά ένα μεγάλο μέρος, ασυνείδητες και ότι το συνειδητό, το λογικό μυαλό είναι μόνο η κορυφή ενός παγόβουνου, ένα μικρό νησί από συνείδηση στο μεγάλο ωκεανό του ασυνείδητου. Κατέληξε σε αυτήν την πεποίθηση στα 1890, που ξετύλιξε βαθμιαία καθώς θεράπευε τους υστερικούς και νευρωτικούς ασθενείς του και επίσης από αυτά που ανακάλυψε καθώς πέρασε μια περίοδο έντονης ενδοσκόπησης και αυτό-ανάλυσης, ιδιαίτερα μετά το θάνατο του πατέρα του, το 1896.
Με τους ασθενείς η ύπνωση είχε λειτουργήσει αρχικά, όπως στην περίπτωση της από Άννας Ο., φέρνοντας κατασταλμένες μνήμες στην επιφάνεια του συνειδητού. Στις αρχές του 1890 ο Φρόυντ χρησιμοποίησε την "τεχνική πίεσης" για να κινηθούν οι ασθενείς του προς την πρόσβαση του κατασταλμένου ασυνείδητου υλικού. Καθώς αυτοί κάθονταν επάνω στον σύντομα διάσημο καναπέ του, στην Berggasse 19 της Βιέννης, πίεζε το χέρι του στα μέτωπά τους και απλά τους ερωτούσε, ενθαρρύνοντάς τους να ξεγλιστρήσουν από τη λογοκρισία που τους επιβάλλεται από το λογικό νου.
Τελικά υιοθέτησε την τεχνική των "ελεύθερων συνειρμών". Κάθονταν έξω από θέα των ασθενών και λέγοντας μόνο όσο λίγα ήταν απαραίτητα για να κρατήσει τη συζήτηση, ο Φρόυντ τους επέτρεπε να αποκαλύπτουν οπουδήποτε πήγαινε το μυαλό τους, χωρίς το φόβο της κρίσης, της καταδίκης ή του εμπαιγμού. Η μια σκέψη οδηγούσε στην άλλη και η διαδικασία πήρε τον Φρόυντ και τους ασθενείς του σε εκπληκτικές κατευθύνσεις. Το υλικό που προέκυψε από αυτές τις συνεδρίες, έθεσε τις βάσεις για τις ιδέες του Φρόυντ σχετικά με την σεξουαλική ανάπτυξη και το διαχωρισμό μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου. Το ασυνείδητο ήταν το αποτέλεσμα της καταστολής και το τι καταστάληκε ήταν όλες εκείνες οι σκέψεις, οι επιθυμίες και τα συναισθήματα που ο συνειδητός εαυτός βρίσκει απαράδεκτα.
Τα μυαλά των ασθενών του Φρόυντ ήταν διαιρεμένα μυαλά. Υπήρχε το μέρος (το συνειδητό) που γνώριζε τις σκέψεις και τις επιθυμίες του. Υπήρχε και το πολύ μεγαλύτερο μέρος που αποκαλύφθηκε από τους ελεύθερους συνειρμούς (το ασυνείδητο) το οποίο ήταν μια αποθήκη, δύσκολη στην πρόσβαση, όπου οι ασθενείς κρατούσαν όλες τις σκοτεινές και μύχιες σκέψεις και επιθυμίες τους.
Γιατί ήταν τόσο πολλές σκέψεις και επιθυμίες των ασθενών του, απαράδεκτες σε αυτούς; Ο Φρόυντ υπέβαλε την ιδέα δύο αντιτιθέμενων αρχών που βρίσκονται πίσω από τη συμπεριφορά.
Εντούτοις, κανένας πριν τον Φρόυντ δεν είχε κάνει μια συστηματική μελέτη αυτής της ιδέας και βεβαίως κανένας πριν τον Φρόυντ δεν τόλμησε να προτείνει ότι:
Οι διανοητικές διαδικασίες είναι, πολύ κατά ένα μεγάλο μέρος, ασυνείδητες και ότι το συνειδητό, το λογικό μυαλό είναι μόνο η κορυφή ενός παγόβουνου, ένα μικρό νησί από συνείδηση στο μεγάλο ωκεανό του ασυνείδητου. Κατέληξε σε αυτήν την πεποίθηση στα 1890, που ξετύλιξε βαθμιαία καθώς θεράπευε τους υστερικούς και νευρωτικούς ασθενείς του και επίσης από αυτά που ανακάλυψε καθώς πέρασε μια περίοδο έντονης ενδοσκόπησης και αυτό-ανάλυσης, ιδιαίτερα μετά το θάνατο του πατέρα του, το 1896.
Με τους ασθενείς η ύπνωση είχε λειτουργήσει αρχικά, όπως στην περίπτωση της από Άννας Ο., φέρνοντας κατασταλμένες μνήμες στην επιφάνεια του συνειδητού. Στις αρχές του 1890 ο Φρόυντ χρησιμοποίησε την "τεχνική πίεσης" για να κινηθούν οι ασθενείς του προς την πρόσβαση του κατασταλμένου ασυνείδητου υλικού. Καθώς αυτοί κάθονταν επάνω στον σύντομα διάσημο καναπέ του, στην Berggasse 19 της Βιέννης, πίεζε το χέρι του στα μέτωπά τους και απλά τους ερωτούσε, ενθαρρύνοντάς τους να ξεγλιστρήσουν από τη λογοκρισία που τους επιβάλλεται από το λογικό νου.
Τελικά υιοθέτησε την τεχνική των "ελεύθερων συνειρμών". Κάθονταν έξω από θέα των ασθενών και λέγοντας μόνο όσο λίγα ήταν απαραίτητα για να κρατήσει τη συζήτηση, ο Φρόυντ τους επέτρεπε να αποκαλύπτουν οπουδήποτε πήγαινε το μυαλό τους, χωρίς το φόβο της κρίσης, της καταδίκης ή του εμπαιγμού. Η μια σκέψη οδηγούσε στην άλλη και η διαδικασία πήρε τον Φρόυντ και τους ασθενείς του σε εκπληκτικές κατευθύνσεις. Το υλικό που προέκυψε από αυτές τις συνεδρίες, έθεσε τις βάσεις για τις ιδέες του Φρόυντ σχετικά με την σεξουαλική ανάπτυξη και το διαχωρισμό μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου. Το ασυνείδητο ήταν το αποτέλεσμα της καταστολής και το τι καταστάληκε ήταν όλες εκείνες οι σκέψεις, οι επιθυμίες και τα συναισθήματα που ο συνειδητός εαυτός βρίσκει απαράδεκτα.
Τα μυαλά των ασθενών του Φρόυντ ήταν διαιρεμένα μυαλά. Υπήρχε το μέρος (το συνειδητό) που γνώριζε τις σκέψεις και τις επιθυμίες του. Υπήρχε και το πολύ μεγαλύτερο μέρος που αποκαλύφθηκε από τους ελεύθερους συνειρμούς (το ασυνείδητο) το οποίο ήταν μια αποθήκη, δύσκολη στην πρόσβαση, όπου οι ασθενείς κρατούσαν όλες τις σκοτεινές και μύχιες σκέψεις και επιθυμίες τους.
Γιατί ήταν τόσο πολλές σκέψεις και επιθυμίες των ασθενών του, απαράδεκτες σε αυτούς; Ο Φρόυντ υπέβαλε την ιδέα δύο αντιτιθέμενων αρχών που βρίσκονται πίσω από τη συμπεριφορά.
- Η "αρχή της απόλαυσης" είναι αυτό που μας κυβερνά στη γέννηση και αυτή η αρχή μας ωθεί προς την στιγμιαία ικανοποίηση όλων των επιθυμιών μας.
- Δεδομένου ότι μεγαλώνουμε και ανακαλύπτουμε ότι πρέπει να ζήσουμε και να προσαρμοστούμε, στο φυσικό κόσμο και τους άλλους ανθρώπους, η "αρχή της πραγματικότητας" μπαίνει σε λειτουργία.
- Η αναβολή της ικανοποίησης φαίνεται να είναι μια πολιτιστική ανάγκη.Ειδικότερα η σεξουαλική ορμή, που ο Φρόυντ αποκάλεσε "λίμπιντο", αυτή η απείθαρχη ορμή που θεώρησε ως κεντρικό κίνητρο για το μεγαλύτερο μέρος της συμπεριφοράς, πρέπει να αναπροσανατολιστεί σε κοινωνικά αποδεκτά κανάλια.
Η διανοητική υγεία, σύμφωνα με Φρόυντ, είναι εξαρτώμενη από το πόσο επιτυχημένοι είναι οι άνθρωποι στον αναπροσανατολισμό της λίμπιντο σε κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά.
Οι νευρωτικοί και υστερικοί ασθενείς του, είχαν αποτύχει να βρουν επιτυχή μέσα αναπροσανατολισμού της λίμπιντο. Η σύγκρουση μεταξύ της "αρχής της απόλαυσης" και της "αρχής της πραγματικότητας" ήταν εκκρεμής – ανεπίλυτη, και το αποτέλεσμα ήταν η ασθένειά τους. Μόνο με την πρόσβαση στο κατασταλμένο υλικό στο ασυνείδητό τους και την εργασία μέσα από αυτό, θα μπορούσε να επιτευχθεί το λύσιμο της σύγκρουσης και η διανοητική ασθένεια να υπερνικηθεί.Κατόπιν, η νευρωτική δυστυχία θα μπορούσε να μετατραπεί στη συνηθισμένη ανθρώπινη στεναχώρια. Αλλά, φυσικά, η σύγκρουση ανάμεσα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο δεν περιορίστηκε μόνο στην υστερία και στη νεύρωση.
Αυτό που πρότεινε ο Φρόυντ δεν ήταν μόνο μια περίληψη του "άρρωστου μυαλού" αλλά και μια γενική δομή του ανθρώπινου νου. Αυτό είπε με την Ψυχανάλυση. Απλά οι νευρώσεις παρείχαν ιδανικές ευκαιρίες για έναν μεγαλοφυή επιστήμονα όπως αυτός, ώστε να φωτίσει αυτή τη γενική ψυχική δομή.
Υπήρξαν βέβαια και άλλα καθοδηγητικά σημεία στη σύλληψη της διαίρεσης ανάμεσα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο. Κυρίως όμως υπήρξαν τα όνειρα.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΣΤΗ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ
Τα όνειρα είχαν συναρπάσει από καιρό τον Φρόυντ. Υπάρχουν αναφορές σε αυτά και στις σχετικές ιδέες του, σε επιστολές του ως σπουδαστής ακόμα. Από τα 1890 που άρχισε να θεραπεύει τους ασθενείς του με την επαναστατική νέα θεραπεία (που δεν την είχε ονομάσει ακόμα «ψυχανάλυση») και χρησιμοποιώντας τους ελεύθερους συνειρμούς σε κανονική βάση, παρατήρησε ότι με μεγάλη συχνότητα οι ασθενείς του ανάφεραν τα όνειρά τους.
Τα όνειρα, που εμφανίζονται όταν είμαστε κοιμισμένοι και η συνειδητή λογοκρισία και η καταστολή είναι λιγότερο άγρυπνες, φάνηκαν στον Φρόυντ σαν μια πλούσια πιθανή πηγή υλικού που υποστήριζε τις αναπτυσσόμενες θεωρίες του, περί του ασυνείδητου. Ταυτόχρονα ο ίδιος περνούσε από μια επίπονη περίοδο ενδοσκόπησης και αυτό-ανάλυσης που ήρθε σε ένα σημείο κρίσης με το θάνατο του πατέρα του Jacob το 1896. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου υπέβαλε τα όνειρά του σε προσεκτική διερεύνηση. (Διάφορα όνειρα που συζητιούνται στο περίφημο βιβλίο του "Η ερμηνεία των ονείρων" είναι του ίδιου του Φρόυντ, αν και δεν τα προσδιορίζει σαν δικά του στο βιβλίο.) Ένα σύνθετο όνειρο, γνωστό ως "η ένεση της Irma", το οποίο ονειρεύτηκε μένοντας στο Schloss Bellevue έξω από τη Βιέννη το 1895, ήρθε να φανεί ως κεντρικής σπουδαιότητας στην όνειρο-θεωρία του όταν το αναγνώρισε ως εκπλήρωση μιας ασυναίσθητης επιθυμίας.
Σε μια επιστολή στον Fliess πέντε έτη αργότερα, ο Φρόυντ αστειευόμενος αναρωτιόταν για τη δυνατότητα τοποθέτησης μιας πινακίδας στον τοίχο του κτηρίου που να σηματοδοτεί την περιοχή όπου του αποκαλύφθηκε το μυστικό των ονείρων. Σαράντα έτη μετά από το θάνατό του αυτό έγινε πραγματικότητα όταν μια τέτοια πινακίδα τοποθετήθηκε πράγματι στο Schloss Bellevue!
Οι κεντρικές ιδέες Φρόυντ για τα όνειρα ενσωματώνονται σε ένα από τα περισσότερα διάσημα βιβλία του, την "Η ερμηνεία των ονείρων". Ουσιαστικά αναπηδούν από εκείνη την κεντρική διορατικότητα ότι τα όνειρα δρουν ως εκπλήρωση μιας βαθύτερης και ασυνείδητης επιθυμίας.
Η μελέτη των ονείρων αποτελεί σταθερή διαχρονική προσπάθεια της ψυχανάλυσης, τηςψυχιατρικής και των σχετικών επιστημών.
Τα όνειρα, που εμφανίζονται όταν είμαστε κοιμισμένοι και η συνειδητή λογοκρισία και η καταστολή είναι λιγότερο άγρυπνες, φάνηκαν στον Φρόυντ σαν μια πλούσια πιθανή πηγή υλικού που υποστήριζε τις αναπτυσσόμενες θεωρίες του, περί του ασυνείδητου. Ταυτόχρονα ο ίδιος περνούσε από μια επίπονη περίοδο ενδοσκόπησης και αυτό-ανάλυσης που ήρθε σε ένα σημείο κρίσης με το θάνατο του πατέρα του Jacob το 1896. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου υπέβαλε τα όνειρά του σε προσεκτική διερεύνηση. (Διάφορα όνειρα που συζητιούνται στο περίφημο βιβλίο του "Η ερμηνεία των ονείρων" είναι του ίδιου του Φρόυντ, αν και δεν τα προσδιορίζει σαν δικά του στο βιβλίο.) Ένα σύνθετο όνειρο, γνωστό ως "η ένεση της Irma", το οποίο ονειρεύτηκε μένοντας στο Schloss Bellevue έξω από τη Βιέννη το 1895, ήρθε να φανεί ως κεντρικής σπουδαιότητας στην όνειρο-θεωρία του όταν το αναγνώρισε ως εκπλήρωση μιας ασυναίσθητης επιθυμίας.
Σε μια επιστολή στον Fliess πέντε έτη αργότερα, ο Φρόυντ αστειευόμενος αναρωτιόταν για τη δυνατότητα τοποθέτησης μιας πινακίδας στον τοίχο του κτηρίου που να σηματοδοτεί την περιοχή όπου του αποκαλύφθηκε το μυστικό των ονείρων. Σαράντα έτη μετά από το θάνατό του αυτό έγινε πραγματικότητα όταν μια τέτοια πινακίδα τοποθετήθηκε πράγματι στο Schloss Bellevue!
Οι κεντρικές ιδέες Φρόυντ για τα όνειρα ενσωματώνονται σε ένα από τα περισσότερα διάσημα βιβλία του, την "Η ερμηνεία των ονείρων". Ουσιαστικά αναπηδούν από εκείνη την κεντρική διορατικότητα ότι τα όνειρα δρουν ως εκπλήρωση μιας βαθύτερης και ασυνείδητης επιθυμίας.
Η μελέτη των ονείρων αποτελεί σταθερή διαχρονική προσπάθεια της ψυχανάλυσης, τηςψυχιατρικής και των σχετικών επιστημών.
ΤΟ ΑΓΧΟΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ
Άγχος είναι ένα δυσάρεστο συναίσθημα αναμονής επικείμενου κινδύνου, του οποίου η αιτία παραμένει ασυνείδητη.
Ο Freud είχε αρχίσει νωρίς, από την αρχή της ψυχαναλυτικής του εργασίας, να ασχολείται με την εξήγηση του άγχους.
Οι συστηματικές του προσπάθειες κατέληξαν σταδιακά σε δύο διαφορετικές θεωρίες για το άγχος, με τη δεύτερη να επεκτείνει και να θεμελιώνει βαθύτερα την πρώτη.
Και στις δύο θεωρίες του Freud για το άγχος, θεμελιώδης ρόλος διαδραματίζεται από την απουσία εκφόρτισης, συμπεριλαμβανόμενης ακόμα και της ενστικτώδους ικανοποίησης.Στην πρώτη θεωρία του (1894), τοανικανοποίητο σεξουαλικό ένστικτο,μετασχηματίζεται ρητά στο άγχος από έναν φαινομενικά βιολογικό μηχανισμό.
Η σωματική σεξουαλική διέγερση, με τη βοήθεια σεξουαλικών ιδεών, δεν αναπτύσσεται σε ψυχική λίμπιντο.
Εντούτοις, οι σεξουαλικές αναπαραστάσεις μπορούν να κατασταλούν, και η συνοδευτική διέγερσή τους:
1. είτε εκτρέπεται προς τις σωματικές διεξόδους, έτσι ώστε να δώσουν αφορμή για τα υστερικά συμπτώματα μετατροπής,
2. είτε εναλλακτικά το Εγώ ανακατευθύνεται στην υποκατάσταση των σεξουαλικών αναπαραστάσεων, χαρακτηριστικό της υστερίας ή της φοβικής νεύρωσης.
Η θεώρηση αυτή του άγχους, αποτελεί μια κάπως μηχανική και ίσως απλοϊκή ανάλυση του ανθρώπινου ψυχισμού, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα του 21ου αιώνα, δεν έπαυε όμως να είναι ένα γιγάντιο βήμα για την ανθρωπότητα, για τον καιρό της σύλληψής της. Η απομάκρυνση από τις μέχρι τότε μεταφυσικές αιτιολογίες των ψυχιατρικών συμπτωμάτων και η έδρασή τους σε ένα νέο νοητικό πεδίο με φόντο τις ενδοψυχικές συγκρούσεις, επέτρεψε στον Ψυχίατρο όχι μόνο να αποκτήσει μια βαθύτερη οπτική στα ψυχικά δρώμενα αλλά και να οραματίζεται πλέον νέες ορθολογικές μεθόδους θεραπευτικής επίλυσης των ψυχικών παθήσεων.
Στη δεύτερη θεωρία του Freud για το άγχος, που αναλύθηκε στο βιβλίο του «Αναστολές, συμπτώματα και άγχος» (1925), τα ανικανοποίητα ένστικτα δεν προκαλούνται απευθείας. Το άγχος ως σήμα αναπτύσσεται από το Εγώ, ως αμυντικό μέτρο κατά του αυτόματου άγχους.
Η βιολογική και διανοητική ανωριμότητα του νηπίου, δεν του επιτρέπει να αντιμετωπίσει την αύξηση στην ένταση που προκύπτει από τα τεράστια ποσά ενστικτώδους διέγερσης που δεν μπορεί να εκφορτιστεί και να ικανοποιηθεί. Το νήπιο έρχεται βαθμιαία να καταλάβει ότι το μητρικό αντικείμενο μπορεί να βάλει ένα τέλος σε αυτήν την κατάσταση. Τότε, ο φόβος της απώλειας της μητέρας βιώνεται ως κίνδυνος, και αυτή η εμπειρία αποτελεί το άγχος ως σήμα.
Όταν το νεογέννητο αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη μητέρα του, είναι ανίκανο να διακρίνει την προσωρινή απουσία από τη δυσβάσταχτη απώλεια. Κατά συνέπεια από τη στιγμή που η μητέρα χάνεται από τα μάτια, το μωρό συμπεριφέρεται σαν να μην πρόκειται ποτέ να την δει πάλι. Η επαναλαμβανόμενη εμπειρία της ικανοποίησης έχει δημιουργήσει αυτό το αντικείμενο, δηλαδή τη μητέρα, το μητρικό αντικείμενο, το οποίο, καθώς προκύπτει η ανάγκη, είναι έντονα επενδεδυμένο με λιμπιντική ενέργεια και κατέχεται [κάθεξις] με τέτοιο τρόπο ώστε θα μπορούσε να περιγραφεί σαν νοσταλγικό. Από αυτή τη στιγμή, η απώλεια του αντικείμενου προκαλεί τον ψυχικό πόνο, ενώ άγχος είναι η αντίδραση στον κίνδυνο που συνδέεται με αυτή την απώλεια. Η θλίψη προκύπτει όποτε η επαφή με την πραγματικότητα αναγκάζει την αναγνώριση ότι το αντικείμενο έχει χαθεί. Στις διάφορες μορφές της, η απώλεια του αντικείμενου γίνεται το πρωτότυπο για τις μελλοντικές εκδηλώσεις του άγχους, τις οποίες ο Freud απαριθμεί σαν:
Η στενή συσχέτιση που τίθεται έτσι μεταξύ του άγχους και του ιδεασμού, είναι ριζικά διαφορετική από την πρώτη θεωρία του Freud για το άγχος, πολύ πιο πλούσια σε δυναμική και με σαφώς πιο ευρυγώνιο οπτικό πεδίο.
Ο Freud είχε αρχίσει νωρίς, από την αρχή της ψυχαναλυτικής του εργασίας, να ασχολείται με την εξήγηση του άγχους.
Οι συστηματικές του προσπάθειες κατέληξαν σταδιακά σε δύο διαφορετικές θεωρίες για το άγχος, με τη δεύτερη να επεκτείνει και να θεμελιώνει βαθύτερα την πρώτη.
Και στις δύο θεωρίες του Freud για το άγχος, θεμελιώδης ρόλος διαδραματίζεται από την απουσία εκφόρτισης, συμπεριλαμβανόμενης ακόμα και της ενστικτώδους ικανοποίησης.Στην πρώτη θεωρία του (1894), τοανικανοποίητο σεξουαλικό ένστικτο,μετασχηματίζεται ρητά στο άγχος από έναν φαινομενικά βιολογικό μηχανισμό.
Η σωματική σεξουαλική διέγερση, με τη βοήθεια σεξουαλικών ιδεών, δεν αναπτύσσεται σε ψυχική λίμπιντο.
Εντούτοις, οι σεξουαλικές αναπαραστάσεις μπορούν να κατασταλούν, και η συνοδευτική διέγερσή τους:
1. είτε εκτρέπεται προς τις σωματικές διεξόδους, έτσι ώστε να δώσουν αφορμή για τα υστερικά συμπτώματα μετατροπής,
2. είτε εναλλακτικά το Εγώ ανακατευθύνεται στην υποκατάσταση των σεξουαλικών αναπαραστάσεων, χαρακτηριστικό της υστερίας ή της φοβικής νεύρωσης.
Η θεώρηση αυτή του άγχους, αποτελεί μια κάπως μηχανική και ίσως απλοϊκή ανάλυση του ανθρώπινου ψυχισμού, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα του 21ου αιώνα, δεν έπαυε όμως να είναι ένα γιγάντιο βήμα για την ανθρωπότητα, για τον καιρό της σύλληψής της. Η απομάκρυνση από τις μέχρι τότε μεταφυσικές αιτιολογίες των ψυχιατρικών συμπτωμάτων και η έδρασή τους σε ένα νέο νοητικό πεδίο με φόντο τις ενδοψυχικές συγκρούσεις, επέτρεψε στον Ψυχίατρο όχι μόνο να αποκτήσει μια βαθύτερη οπτική στα ψυχικά δρώμενα αλλά και να οραματίζεται πλέον νέες ορθολογικές μεθόδους θεραπευτικής επίλυσης των ψυχικών παθήσεων.
Στη δεύτερη θεωρία του Freud για το άγχος, που αναλύθηκε στο βιβλίο του «Αναστολές, συμπτώματα και άγχος» (1925), τα ανικανοποίητα ένστικτα δεν προκαλούνται απευθείας. Το άγχος ως σήμα αναπτύσσεται από το Εγώ, ως αμυντικό μέτρο κατά του αυτόματου άγχους.
Η βιολογική και διανοητική ανωριμότητα του νηπίου, δεν του επιτρέπει να αντιμετωπίσει την αύξηση στην ένταση που προκύπτει από τα τεράστια ποσά ενστικτώδους διέγερσης που δεν μπορεί να εκφορτιστεί και να ικανοποιηθεί. Το νήπιο έρχεται βαθμιαία να καταλάβει ότι το μητρικό αντικείμενο μπορεί να βάλει ένα τέλος σε αυτήν την κατάσταση. Τότε, ο φόβος της απώλειας της μητέρας βιώνεται ως κίνδυνος, και αυτή η εμπειρία αποτελεί το άγχος ως σήμα.
Όταν το νεογέννητο αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη μητέρα του, είναι ανίκανο να διακρίνει την προσωρινή απουσία από τη δυσβάσταχτη απώλεια. Κατά συνέπεια από τη στιγμή που η μητέρα χάνεται από τα μάτια, το μωρό συμπεριφέρεται σαν να μην πρόκειται ποτέ να την δει πάλι. Η επαναλαμβανόμενη εμπειρία της ικανοποίησης έχει δημιουργήσει αυτό το αντικείμενο, δηλαδή τη μητέρα, το μητρικό αντικείμενο, το οποίο, καθώς προκύπτει η ανάγκη, είναι έντονα επενδεδυμένο με λιμπιντική ενέργεια και κατέχεται [κάθεξις] με τέτοιο τρόπο ώστε θα μπορούσε να περιγραφεί σαν νοσταλγικό. Από αυτή τη στιγμή, η απώλεια του αντικείμενου προκαλεί τον ψυχικό πόνο, ενώ άγχος είναι η αντίδραση στον κίνδυνο που συνδέεται με αυτή την απώλεια. Η θλίψη προκύπτει όποτε η επαφή με την πραγματικότητα αναγκάζει την αναγνώριση ότι το αντικείμενο έχει χαθεί. Στις διάφορες μορφές της, η απώλεια του αντικείμενου γίνεται το πρωτότυπο για τις μελλοντικές εκδηλώσεις του άγχους, τις οποίες ο Freud απαριθμεί σαν:
- άγχος για την απώλεια της αγάπης του αντικειμένου,
- άγχος ευνουχισμού,και
- άγχος για την απώλεια της αγάπης του Υπερεγώ.
Η στενή συσχέτιση που τίθεται έτσι μεταξύ του άγχους και του ιδεασμού, είναι ριζικά διαφορετική από την πρώτη θεωρία του Freud για το άγχος, πολύ πιο πλούσια σε δυναμική και με σαφώς πιο ευρυγώνιο οπτικό πεδίο.
ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ
Από ψυχαναλυτικής άποψης, η κατάθλιψη είναι το αποτέλεσμα της ενδοψυχικής σύγκρουσης που πηγάζει από τις δυσκολίες του Εγώ στη διαχείριση τωνεπιθετικών ενορμήσεων που βιώνονται σαν ιδιαίτερα επικίνδυνες για τη διατήρηση των αντικειμένων που επενδύονται, κατέχονται [«κάθεξις»], με λιμπιντική ενέργεια. Αυτές οι επιθετικές ορμές στρέφονται ενάντια στο Υποκείμενο δια μέσω του Υπερεγώ, το οποίο σκληραίνει και απαιτεί. Εκτός από την κατάθλιψη σαν τυπική καταθλιπτική διαταραχή, τα καταθλιπτικά συμπτώματα είναι συχνά και σε άλλες κλινικές οντότητες όπου οι συγκρούσεις είναι ουσιαστικά ενδοψυχικές, όπως στις νευρώσεις [με την παλαιότερη κλασσική ονομασία].
Ο Freud είχε δώσει έμφαση στο ναρκισσισμό της καταθλιπτικής προσωπικότητας [«Mourning and Melancholia» (1916–17g (1915)]. Η μεγαλοφυής ιδέα του Freud ήταν να παρατηρήσει τους ψυχολογικούς μηχανισμούς ανάμεσα:
- στην φυσιολογική θλίψη των μη καταθλιπτικών ανθρώπων και
- στην κατάθλιψη των καταθλιπτικών, μελαγχολικών ασθενών.
Ο ναρκισσισμός του καταθλιπτικού ασθενούς, δεν δέχεται τις εμπειρίες απώλειας και προκαλεί αμυντικά την συμβολική στοματική ενσωμάτωση του απολεσθέντος αντικειμένου μέσα στο Εγώ, όπου όμως αρχίζει να του επιτίθεται το Υπερεγώ. Αντίθετα, ο θλιμμένος φυσιολογικός άνθρωπος, αντιμετωπίζει την επώδυνη απώλεια του αντικειμένου, μετατοπίζοντας την λιμπιντική του επένδυση σε άλλα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου. Ωστόσο πρέπει να πούμε πως ο Freud δεν εξήγησε ποτέ τις παραλλαγές των ψυχολογικών μηχανισμών που προκαλούν τις διαβαθμίσεις του συναισθήματος του μελαγχολικού ασθενούς όπως τις παρατηρούμε στην καθημερινή κλινική μορφή τους.
Οι ενδοψυχικές συγκρούσεις χαρακτηρίζονται από αμφιθυμία των ενορμήσεων. Την έκταση και το μέγεθος αυτής της αμφιθυμίας, περιέγραψε πρώτος στην ιστορία της ψυχανάλυσης, ο Karl Abraham (1912 - 1989). Δεδομένης της ιδιαίτερης σημασίας των στοματικών καθηλώσεων στους καταθλιπτικούς ασθενείς, ο Abraham περιέγραψε με ενάργεια την προ-γεννετήσσια θεμελίωση αυτής της αμφιθυμίας καθώς και τις συνέπειες στην μεταγενέστερη εκδήλωση της κατάθλιψης.
Η Melanie Klein (1940) ανέπτυξε περισσότερο τη σύγκριση ανάμεσα στο πένθος (θλίψη) και τηνμελαγχολία, (πού όπως είδαμε αλλού πρώτος ανάλυσε ο Freud), στην μελέτη της κατάθλιψης. Για την Klein, η ικανότητα κάποιου να ξεπεράσει μέσω του πένθους την κατάθλιψη, θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα επίλυσης της επανενεργοποίησης της σύγκρουσης της καταθλιπτικής θέσης που προκαλεί η ίδια η σύγκρουση, δηλαδή το συναίσθημα της απώλειας των καλών, λιμπιντικά, «ερωτικά» επενδυμένων εσωτερικών αντικειμένων.
Η Klein, όπως και ο Freud, είναι ανακριβής σχετικά με τις διαφορετικές προβληματικές της κατάθλιψης. Εντούτοις, η κλινική ανάλυση παρουσιάζει μια σειρά επιπέδων δριμύτητας σε αυτήν την προβληματική, μεταξύ της απεμπλοκής από τη διαδικασία πένθους (ή κατά τη διάρκεια της ολοκλήρωσης της καταθλιπτικής θέσης) και της μέγιστης αιχμής αυτής της διαδικασίας, πού η Klein περιέγραψε σαν «melancholia in statu nascendi» (μελαγχολία σε πρωταρχική μορφή).
Αυτές οι καταθλιπτικές μορφές σύγκρουσης μπορούν να καθοριστούν από την αναφορά στην κυρίαρχη μορφή των φαντασιών που εκφράζουν τις εμπειρίες απώλειας του αντικειμένου που κατέχεται λιμπιντικά (libidinal cathexis), και από την ποιότητα των τύπων του άγχους που βιώνονται από το Εγώ.
- Όταν υπερισχύουν οι φαντασίες της ανεπανόρθωτης καταστροφής του αντικειμένου, δεδομένου ότι ο ασθενής έχει πολύ λίγη εμπιστοσύνη στις λιμπιντικές του ικανότητες, τα συναισθήματα της ενοχής γίνονται ανυπόφορα και τα συναισθήματα θλίψης απωθούνται μαζικά. Το εγώ τότε μπορεί μόνο να καταφύγει ή σε αρχαϊκούς μηχανισμούς άμυνας: διαχωρισμός, άρνηση, προβολική ταυτοποίηση, εξιδανίκευση, κ.λπ. - μηχανισμοί χαρακτηριστικοί της σχιζο-παρανοϊκής λειτουργίας, ή στη δυναμική της ακραίας μελαγχολίας, με σύγχυση μεταξύ του Εγώ και του αντικειμένου που επιτίθεται (η παραληρητική καταθλιπτική σύγκρουση που χαρακτηρίζει την μεθοριακή διαταραχή ή τις ψυχωτικές δομές).
- Όταν υπερισχύουν οι φαντασίες της σοβαρής και δύσκολα επανορθώσιμης ζημίας ή ο θάνατος των αντικειμένων, το εγώ θα έρθει αντιμέτωπο με έντονα συναισθήματα ενοχής και θλίψης. Η σημαντική καταστολή των επιθετικών ορμών προς το αντικείμενο (μια επιθετικότητα που ενισχύει τη αυστηρότητα του Υπερεγώ) θα καταστήσουν πιθανή την μερική αμφισβήτηση των αρνητικών αποτελεσμάτων. Το εγώ θα πετύχει να κρατήσει εσωτερική τη σύγκρουσης αλλά με το κόστος των διαφορετικών αναστολών στις λειτουργίες του Εγώ. Έτσι, οι συμβολικές δυνατότητες του ασθενούς είναι περιορισμένες, αλλά δεν επηρεάζονται ποιοτικά. Αυτή η πολύ στενή μορφή καταστολής είναι συχνά ανεπαρκής, και το εγώ πρέπει επίσης να προσφύγει στις μανιακές άμυνες ή σε άμυνες μελαγχολικού τύπου, οι οποίες καθορίζουν έπειτα τις κλινικές εκδηλώσεις των διαταραχών της διάθεσης.
- Όταν υπερισχύουν οι φαντασίες συναισθημάτων εγκατάλειψης και απόρριψης, δηλαδή όταν η εμπειρία της απώλειας είναι επάνω από όλες τις φαντασίες όπως η απώλεια της αγάπης του αντικειμένου, η καταθλιπτική σύγκρουση θα λάβει μια παρα-νευρωτική μορφή. Τα συναισθήματα της θλίψης είναι συχνά συνειδητά, γιατί η ενοχή είναι λιγότερη και μπορεί εξίσου εύκολα να γίνει συνειδητή. Η μεγαλύτερη εμπιστοσύνη του εγώ στις λιμπιντικές του ικανότητες, δίνει σε αυτά τα άτομα μια αφθονία φαντασιών επιδιόρθωσης που θα αντιδράσει στη ζημία που γίνεται στο χαμένο αντικείμενο, ζημιά που φαντασιώνεται ως αποτέλεσμα της επιθετικότητάς τους. Αυτές οι φαντασίες κρύβονται κάτω από πολλούς νευρωτικούς μηχανισμούς άμυνας, ειδικά εκείνους του ιδεοψυχαναγκαστικού τύπου, παραδείγματος χάριν αναδρομική ακύρωση, σχηματισμός αντίδρασης, κ.λπ. Κάτω από την επιρροή τους, η καταστολή επιτρέπει μια μεγαλύτερη δυνατότητα συμβολικής έκφρασης, η οποία διακρίνει τη νευρωτική καταστολή από την ογκώδη καταστολή του καταθλιπτικού τύπου. Μια τέτοια λιμπιντική υπεροχή αλλάζει την φύση αυτού που καταστέλλεται, γιατί η αντίθετη κάθεξη δεν λειτουργεί μόνο στην επιθετικότητα, αλλά και στις λιμπιντικές φαντασίες αιμομικτικής φύσης. Αυτό συμβάλλει στη σεξουαλική διαφοροποίηση των γονικών αντικειμένων, φέρνοντας σε λειτουργία τη σύγκρουση που προκαλείται από την τριγωνοποίηση και το σύμπλεγμα του Οιδίποδα.
ΑΛΚΟΟΛΙΣΜΟΣ- ΤΑ ΑΙΤΙΑ
Μέσα από την εντατική ψυχοθεραπεία με ανθρώπους που υποφέρουν από τον αλκοολισμό, οι ψυχοθεραπευτές - ψυχαναλυτές έχουν μάθει για τους πολλούς ψυχολογικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην καταναγκαστική κατανάλωση του αλκοόλ.
Μερικοί άνθρωποι χρησιμοποιούν το ναπίνουν αλκοόλ ως έναν τρόπο για "θεραπεία" ή για να ελαφρύνουν τα συναισθήματα που φαίνονται συντριπτικά βαριά, όπως η θλίψη, ο θυμός ή η ντροπή. Αυτά τα συναισθήματα τους φαίνονται λιγότερο ανυπόφορα όταν πίνουν.
Οι άνθρωποι πίνουν επίσης μερικές φορές για να απαλλαγούν από συναισθήματα αυτοκριτικής, τύψεων και ενοχών, που απαντώνται πολύ συχνά στα πλαίσια τηςΚατάθλιψης. Διαπιστώνουν ότι μπορούν να είναι πιο επιεικείς με τον εαυτό τους όταν έχουν πιεί αλκοόλ.
Για άλλους, ένα ποτό υποκαθιστά ένα αγαπημένο πρόσωπο που έχουν χάσει. Κάνουν, στην πραγματικότητα, μια νέα σχέση με τη μπουκάλα, μια σχέση που δεν θέλουν να χάσουν.
Σε άλλες περιπτώσεις η ψυχοθεραπεία μας διδάσκει ότι, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν την κατάχρηση του αλκοόλ για να διορθώσουν ένα αίσθημα βαθιάς απογοήτευσης με τους άλλους, ή με την εικόνα του εαυτού τους. Το να πίνουν, χρησιμεύει για τη δημιουργία μια αίσθησης ότι ο κόσμος είναι όπως θα έπρεπε να είναι, ή ότι είναι τόσο πολύτιμος, όπως αισθάνονται ότι πρέπει να είναι.
Επιπρόσθετα, ο αλκοολισμός μπορεί να είναι ένας τρόπος για να αποκατασταθεί η αίσθηση της δύναμης όταν ένα άτομο αισθάνεται αβοήθητο. Το να πίνει κάποιος καταχρηστικά αλκοόλ, μπορεί να εκφράζει τη μεγάλη οργή του όταν αισθάνεται αδύναμος, και ταυτόχρονα η ίδια η πράξη του να πίνει αλκοόλ, επαναφέρει την αίσθηση ότι μπορούν να ελέγχει τα συναισθήματά του μέσα από τις δικές του ενέργειες.
Ο αλκοολισμός και το σεξ
Πολλές φορές επίσης παρατηρούμε την υπόγεια σύνδεση που έχει ο αλκοολισμός με το σεξ και ειδικά με την σεξουαλική πράξη. Αυτό είναι σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μας, πιο συχνό στις γυναίκες στην Ελλάδα, το παρατηρούμε ωστόσο και στους άνδρες. Η άποψη που επικρατεί συχνά στον παραδοσιακό ελληνικό πολιτισμό σχετικά με τις γυναίκες και το σεξ, μπλοκάρει συχνά την έκφραση και την απόλαυση κατά την διάρκεια της ερωτικής πράξης. Αισθάνονται ντροπή να κινηθούν ελεύθερα οι ίδιες, με τρόπο που θα αύξανε την απόλαυσή τους και την συχνότητα των οργασμών τους. Την ίδια συστολή, όπως εκφράζουν συχνά στην ψυχοθεραπεία, νοιώθουν και στο να ζητήσουν από τον ερωτικό τους σύντροφο να κάνει ή να μην κάνει κάποιες κινήσεις πιο γρήγορα ή πιο αργά, ή να εφαρμόσουν κάποια άλλη στάση ή παραλλαγή ή φαντασίωση στο ερωτικό παιχνίδι. Έτσι καταλήγουν πολλές φορές να νοιώθουν το σεξ σαν «καταναγκαστικά έργα» και την κατάχρηση του αλκοόλ σαν μια λύση που θολώνοντας το νου, απαλύνει την δυστυχία και τον εκνευρισμό από έναν οργασμό που δεν έρχεται ή δεν είναι σε θέση να τον διεκδικήσουν.
Σε παρεμφερή εδάφια πολιτιστικής καταπίεσης, γυναίκες με κάποια παραπάνω κιλά από τα ανορεξικά μοντέλα των μόδιστρων, νοιώθουν αλλοιωμένη την εικόνα του εαυτού τους, δεν μπορούν να συμφιλιωθούν με το γυμνό κορμί τους στην ερωτική συνεύρεση και την σεξουαλική τους ανησυχία, την καλύπτει άτεχνα ο αλκοολισμός.
Κάποιες άλλες φορές το σεξ, εμπλέκεται στα σκοτεινά μονοπάτια της βίας με τη μορφή του μαζοχισμού ή του σαδισμού ή διαπλέκεται στους άξονες της διαταραχής του φύλου ή κατέρχεται σε ακόμα πιοαρχαϊκές φαντασιώσεις, είτε συνειδητές, είτε ασυνείδητες. Αυτού του είδους οι σεξουαλικές ενορμήσεις, δεν είναι πάντα ή πλήρως αποδεκτές από το Υπερεγώ του ατόμου που τις εμφορεί. Εδώ ο αλκοολισμός, με την καταστολή των κέντρων της λογικής και των ηθικών αναστολών, φαντάζει μονόδρομος και μόνιμος συνοδός της σεξουαλικής πράξης.
Σε γενικές γραμμές, στην ψυχανάλυση και στην ψυχοθεραπεία, γίνεται κατανοητό ότι ο αλκοολισμός, οφείλεται και παράγεται στον διαταραγμένο ψυχισμό ενός ατόμου και μπορεί να γίνει δυνητικά κατανοητός από τη διερεύνηση των συναισθηματικών παραγόντων που τον υποκινούν.
Μόλις αυτοί οι συναισθηματικοί παράγοντες έρθουν στη συνείδηση, οι άνθρωποι είναι σε καλύτερη θέση να τους τιθασεύσουν και κατά συνέπεια, έχουν μια πολύ καλύτερη ευκαιρία να αλλάξουν τη ζωή τους. Αυτό είναι και το όφελος που προσφέρει η Ψυχοθεραπεία στον Αλκοολισμό.
Μερικοί άνθρωποι χρησιμοποιούν το ναπίνουν αλκοόλ ως έναν τρόπο για "θεραπεία" ή για να ελαφρύνουν τα συναισθήματα που φαίνονται συντριπτικά βαριά, όπως η θλίψη, ο θυμός ή η ντροπή. Αυτά τα συναισθήματα τους φαίνονται λιγότερο ανυπόφορα όταν πίνουν.
Οι άνθρωποι πίνουν επίσης μερικές φορές για να απαλλαγούν από συναισθήματα αυτοκριτικής, τύψεων και ενοχών, που απαντώνται πολύ συχνά στα πλαίσια τηςΚατάθλιψης. Διαπιστώνουν ότι μπορούν να είναι πιο επιεικείς με τον εαυτό τους όταν έχουν πιεί αλκοόλ.
Για άλλους, ένα ποτό υποκαθιστά ένα αγαπημένο πρόσωπο που έχουν χάσει. Κάνουν, στην πραγματικότητα, μια νέα σχέση με τη μπουκάλα, μια σχέση που δεν θέλουν να χάσουν.
Σε άλλες περιπτώσεις η ψυχοθεραπεία μας διδάσκει ότι, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν την κατάχρηση του αλκοόλ για να διορθώσουν ένα αίσθημα βαθιάς απογοήτευσης με τους άλλους, ή με την εικόνα του εαυτού τους. Το να πίνουν, χρησιμεύει για τη δημιουργία μια αίσθησης ότι ο κόσμος είναι όπως θα έπρεπε να είναι, ή ότι είναι τόσο πολύτιμος, όπως αισθάνονται ότι πρέπει να είναι.
Επιπρόσθετα, ο αλκοολισμός μπορεί να είναι ένας τρόπος για να αποκατασταθεί η αίσθηση της δύναμης όταν ένα άτομο αισθάνεται αβοήθητο. Το να πίνει κάποιος καταχρηστικά αλκοόλ, μπορεί να εκφράζει τη μεγάλη οργή του όταν αισθάνεται αδύναμος, και ταυτόχρονα η ίδια η πράξη του να πίνει αλκοόλ, επαναφέρει την αίσθηση ότι μπορούν να ελέγχει τα συναισθήματά του μέσα από τις δικές του ενέργειες.
Ο αλκοολισμός και το σεξ
Πολλές φορές επίσης παρατηρούμε την υπόγεια σύνδεση που έχει ο αλκοολισμός με το σεξ και ειδικά με την σεξουαλική πράξη. Αυτό είναι σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μας, πιο συχνό στις γυναίκες στην Ελλάδα, το παρατηρούμε ωστόσο και στους άνδρες. Η άποψη που επικρατεί συχνά στον παραδοσιακό ελληνικό πολιτισμό σχετικά με τις γυναίκες και το σεξ, μπλοκάρει συχνά την έκφραση και την απόλαυση κατά την διάρκεια της ερωτικής πράξης. Αισθάνονται ντροπή να κινηθούν ελεύθερα οι ίδιες, με τρόπο που θα αύξανε την απόλαυσή τους και την συχνότητα των οργασμών τους. Την ίδια συστολή, όπως εκφράζουν συχνά στην ψυχοθεραπεία, νοιώθουν και στο να ζητήσουν από τον ερωτικό τους σύντροφο να κάνει ή να μην κάνει κάποιες κινήσεις πιο γρήγορα ή πιο αργά, ή να εφαρμόσουν κάποια άλλη στάση ή παραλλαγή ή φαντασίωση στο ερωτικό παιχνίδι. Έτσι καταλήγουν πολλές φορές να νοιώθουν το σεξ σαν «καταναγκαστικά έργα» και την κατάχρηση του αλκοόλ σαν μια λύση που θολώνοντας το νου, απαλύνει την δυστυχία και τον εκνευρισμό από έναν οργασμό που δεν έρχεται ή δεν είναι σε θέση να τον διεκδικήσουν.
Σε παρεμφερή εδάφια πολιτιστικής καταπίεσης, γυναίκες με κάποια παραπάνω κιλά από τα ανορεξικά μοντέλα των μόδιστρων, νοιώθουν αλλοιωμένη την εικόνα του εαυτού τους, δεν μπορούν να συμφιλιωθούν με το γυμνό κορμί τους στην ερωτική συνεύρεση και την σεξουαλική τους ανησυχία, την καλύπτει άτεχνα ο αλκοολισμός.
Κάποιες άλλες φορές το σεξ, εμπλέκεται στα σκοτεινά μονοπάτια της βίας με τη μορφή του μαζοχισμού ή του σαδισμού ή διαπλέκεται στους άξονες της διαταραχής του φύλου ή κατέρχεται σε ακόμα πιοαρχαϊκές φαντασιώσεις, είτε συνειδητές, είτε ασυνείδητες. Αυτού του είδους οι σεξουαλικές ενορμήσεις, δεν είναι πάντα ή πλήρως αποδεκτές από το Υπερεγώ του ατόμου που τις εμφορεί. Εδώ ο αλκοολισμός, με την καταστολή των κέντρων της λογικής και των ηθικών αναστολών, φαντάζει μονόδρομος και μόνιμος συνοδός της σεξουαλικής πράξης.
Σε γενικές γραμμές, στην ψυχανάλυση και στην ψυχοθεραπεία, γίνεται κατανοητό ότι ο αλκοολισμός, οφείλεται και παράγεται στον διαταραγμένο ψυχισμό ενός ατόμου και μπορεί να γίνει δυνητικά κατανοητός από τη διερεύνηση των συναισθηματικών παραγόντων που τον υποκινούν.
Μόλις αυτοί οι συναισθηματικοί παράγοντες έρθουν στη συνείδηση, οι άνθρωποι είναι σε καλύτερη θέση να τους τιθασεύσουν και κατά συνέπεια, έχουν μια πολύ καλύτερη ευκαιρία να αλλάξουν τη ζωή τους. Αυτό είναι και το όφελος που προσφέρει η Ψυχοθεραπεία στον Αλκοολισμό.
Ο ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ
Ο όρος ναρκισσισμός, σύμφωνα με τον ελληνικό μύθο του ναρκίσσου, αναφέρεται στην αγάπη του εαυτού. Η έννοια εισήχθη στην ψυχανάλυση λίγο πριν τη δημοσίευση του βιβλίου του Freud «Για το ναρκισσισμό: Μια εισαγωγή» (1914). Αυτό ήταν μια απάντηση σε τέσσερα σχετικά ζητήματα:
Ο όρος αρχικά δανείστηκε από τον Paul Nacke, ο οποίος το 1899 περιέγραψε μια μορφή διαστροφής της συμπεριφοράς, όπου ένα άτομο μεταχειρίζεται το σώμα του, όπως κάποιος θα μεταχειριζόταν το σώμα ενός σεξουαλικού συντρόφου. Η λέξη ναρκισσισμός εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1910 στα γραπτά του Freud, σε μια εκτενή σημείωση που προστέθηκε στην τρίτη έκδοση του βιβλίου του «Three Essays on the Theory of Sexuality».Τον χρησιμοποίησε πάλι στο «Leonardo da Vinci and a Memory of his Childhood», και κατόπιν πρόσφερε έναν πληρέστερο ορισμό στη συζήτησή της περίπτωσης του Schreber: «έρχεται μια στιγμή στην ανάπτυξη του ατόμου, στην οποία ενοποιεί τα σεξουαλικά του ένστικτα (που έχουν εμπλακεί έως τώρα στις αυτό-ερωτικές δραστηριότητες), προκειμένου να ληφθεί, αν αποκτηθεί ένα αντικείμενο αγάπης και αρχίζει με τη λήψη του σώματός του ως αντικείμενο της αγάπης του». Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου του «Totem and Taboo», ο Freud καθόρισε το ναρκισσισμό με τον ίδιο σχεδόν τρόπο.
Έτσι διαμόρφωσε την υπόθεση ύπαρξης ενός ναρκισσιστικού σταδίου εξέλιξης που εμφανίζεται μεταξύ του αυτό-ερωτικού σταδίου και του σταδίου του αντικείμενου της αγάπης. Στο «Instincts and their Vicissitudes» (1915), ο Freud περιέγραψε «μια πρωταρχική ψυχική κατάσταση» : «αρχικά, στην αρχή της ψυχικής ζωής, το εγώ είναι σε κάθεξη με τα ένστικτα και είναι ως ένα βαθμό σε θέση να ικανοποιείται, να απολαμβάνει με αυτά. Καλούμε αυτήν την κατάσταση ναρκισσισμό και αυτόν τον τρόπο της ικανοποίησης, αυτό-ερωτικό». Γίνεται ευκολότερο να κατανοήσουμε πώς ο ναρκισσισμός μπορεί να θεωρηθεί ως μια φάση μεταξύ του αυτό-ερωτισμού και του σταδίου του αντικείμενου της αγάπης, και του αυτό-ερωτισμού ως τρόπο ικανοποίησης, εάν λάβουμε υπόψη τη σημασία των αλλαγών του αυτό-ερωτισμού κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης, ως ταυτοποιητικές, προσδιοριστικές διαδικασίες, όπως περιγράφονται από τον Karl Abraham (ενσωμάτωση) και από τον Sandor Ferenczi (ενδοβολή). Ο Freud περιέγραψε τη σχέση μεταξύ του ναρκισσιστικού αυτοπροσδιορισμού (ταύτισης) και του υστερικού αυτοπροσδιορισμού στην 26η του από τις «Introductory Lectures». (1916-1917).
Ο Freud έθεσε ως δεδομένη μια αρχική κάθεξη του εγώ, έναν αρχικό ναρκισσισμό, στο νήπιο. Αργότερα ένα τμήμα αυτής της πρωταρχικής λιμπιντικής κάθεξης, επαναπροσανατολίζεται επάνω σε αντικείμενα. Δημιουργείται συνεπώς μιααντίθεση μεταξύ:
Επομένως ο ναρκισσισμός παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στο δομικό καθορισμό του Εγώ, επειδή το Εγώ διατηρεί μόνιμα μια ναρκισσιστική κάθεξη που καμία ενστικτώδης εμπλοκή δεν θα μπορούσε να την εξαντλήσει (1917).
Το 1915 Freud πρόσθεσε το τμήμα «The Libido Theory» στο βιβλίο του «Three Essays» (1905), στο οποίο η ναρκισσιστική λίμπιντο περιγράφηκε ως «η μεγάλη δεξαμενή από την οποία τα αντικείμενα που κατέχονται (με κάθεξη), στέλνονται έξω και στην οποία επαναποσύρονται για ακόμα μια φορά». Αυτή τη μεταφορά έκτοτε, ο Freud την επαναλαμβάνει σχεδόν όποτε συζητά για τον ναρκισσισμό.
Για την ψυχανάλυση, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο Freud αντιδιέστειλε τα μονοπάτια που οδηγούν στην επιλογή αντικειμένου ναρκισσιστικού τύπου με τα μονοπάτια που οδηγούν στην επιλογή αντικειμένου ανακλητικού ή συνδετικού τύπου:
Το Υπερεγώ, η ενήλικη μετεξέλιξη του ναρκισσισμού, είναι αυτό που «παρατηρεί αυστηρά την συνείδηση» και συμπεριλαμβάνεται διαπλεγμένο σύμφωνα με τον Freud,
Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε στο άρθρο μας, για το ρόλο που παίζει ο ναρκισσισμός στην ανάπτυξη της κατάθλιψης, σύμφωνα με την ψυχανάλυση.
Όταν το Υπερεγώ έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην ψυχαναλυτική εργασία του Freud (1923), ήταν απλά ένα εναλλακτικό όνομα για το «ιδανικό εγώ», ενώ αργότερα θα εννοείτο κυρίως ως η ψυχική δομή της (προ)φύλαξης και της απαγόρευσης.
Ένας αρχαιοελληνικός μύθος που περιγράφει την πορεία και την μεταμόρφωση του ναρκίσσου, κατέληξε να έχει περίοπτη θέση ως ο ναρκισσισμός και οι μεταμορφώσεις του, στην ψυχανάλυση. Και δεν είναι ο μόνος. Τυχαίο; Δεν νομίζω!
Ο Ναρκισσισμός κοστίζει και στην υγεία (και στην τσέπη...!!!). Ο λόγος είναι ότι η αίσθηση μεγαλείου του Εγώ, χρειάζεται ενεργοβόρες και στρεσογόνες τακτικές για να συντηρηθεί... Η σύγκρουση με την πραγματικότητα, γεννά τελικά και αναπόφευκτες καταθλίψεις... Αντι-οικολογικός λοιπόν ο Ναρκισσισμός...
- για τις δυσκολίες που συναντιούνται στην ψυχανάλυση με τους νευρωτικούς ασθενείς,
- για τη διαμάχη με τον Jung, ο οποίος υπερασπιζόταν την ιδέα της ενότητας της ψυχικής ενέργειας,
- για τη συζήτηση με τον Adler σχετικά με το ρόλο «της αρσενικής διαμαρτυρίας» στο σχηματισμό του συμπτώματος, και προ πάντων
- για το αυξανόμενο ενδιαφέρον του Freud αναφορικά με τις ψυχώσεις, το οποίο άνοιξε το δρόμο του στη μελέτη του Εγώ.
- ο ναρκισσισμός ως σεξουαλική διαστροφή
- ο ναρκισσισμός ως στάδιο στην ανάπτυξη
- ο ναρκισσισμός ως λιμπιντική κάθεξη του Εγώ
- ο ναρκισσισμός ως επιλογή αντικειμένου.
Ο όρος αρχικά δανείστηκε από τον Paul Nacke, ο οποίος το 1899 περιέγραψε μια μορφή διαστροφής της συμπεριφοράς, όπου ένα άτομο μεταχειρίζεται το σώμα του, όπως κάποιος θα μεταχειριζόταν το σώμα ενός σεξουαλικού συντρόφου. Η λέξη ναρκισσισμός εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1910 στα γραπτά του Freud, σε μια εκτενή σημείωση που προστέθηκε στην τρίτη έκδοση του βιβλίου του «Three Essays on the Theory of Sexuality».Τον χρησιμοποίησε πάλι στο «Leonardo da Vinci and a Memory of his Childhood», και κατόπιν πρόσφερε έναν πληρέστερο ορισμό στη συζήτησή της περίπτωσης του Schreber: «έρχεται μια στιγμή στην ανάπτυξη του ατόμου, στην οποία ενοποιεί τα σεξουαλικά του ένστικτα (που έχουν εμπλακεί έως τώρα στις αυτό-ερωτικές δραστηριότητες), προκειμένου να ληφθεί, αν αποκτηθεί ένα αντικείμενο αγάπης και αρχίζει με τη λήψη του σώματός του ως αντικείμενο της αγάπης του». Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου του «Totem and Taboo», ο Freud καθόρισε το ναρκισσισμό με τον ίδιο σχεδόν τρόπο.
Έτσι διαμόρφωσε την υπόθεση ύπαρξης ενός ναρκισσιστικού σταδίου εξέλιξης που εμφανίζεται μεταξύ του αυτό-ερωτικού σταδίου και του σταδίου του αντικείμενου της αγάπης. Στο «Instincts and their Vicissitudes» (1915), ο Freud περιέγραψε «μια πρωταρχική ψυχική κατάσταση» : «αρχικά, στην αρχή της ψυχικής ζωής, το εγώ είναι σε κάθεξη με τα ένστικτα και είναι ως ένα βαθμό σε θέση να ικανοποιείται, να απολαμβάνει με αυτά. Καλούμε αυτήν την κατάσταση ναρκισσισμό και αυτόν τον τρόπο της ικανοποίησης, αυτό-ερωτικό». Γίνεται ευκολότερο να κατανοήσουμε πώς ο ναρκισσισμός μπορεί να θεωρηθεί ως μια φάση μεταξύ του αυτό-ερωτισμού και του σταδίου του αντικείμενου της αγάπης, και του αυτό-ερωτισμού ως τρόπο ικανοποίησης, εάν λάβουμε υπόψη τη σημασία των αλλαγών του αυτό-ερωτισμού κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης, ως ταυτοποιητικές, προσδιοριστικές διαδικασίες, όπως περιγράφονται από τον Karl Abraham (ενσωμάτωση) και από τον Sandor Ferenczi (ενδοβολή). Ο Freud περιέγραψε τη σχέση μεταξύ του ναρκισσιστικού αυτοπροσδιορισμού (ταύτισης) και του υστερικού αυτοπροσδιορισμού στην 26η του από τις «Introductory Lectures». (1916-1917).
Ο Freud έθεσε ως δεδομένη μια αρχική κάθεξη του εγώ, έναν αρχικό ναρκισσισμό, στο νήπιο. Αργότερα ένα τμήμα αυτής της πρωταρχικής λιμπιντικής κάθεξης, επαναπροσανατολίζεται επάνω σε αντικείμενα. Δημιουργείται συνεπώς μιααντίθεση μεταξύ:
- της λίμπιντο του εγώ και
- της λίμπιντο του αντικείμενου.
Επομένως ο ναρκισσισμός παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στο δομικό καθορισμό του Εγώ, επειδή το Εγώ διατηρεί μόνιμα μια ναρκισσιστική κάθεξη που καμία ενστικτώδης εμπλοκή δεν θα μπορούσε να την εξαντλήσει (1917).
Το 1915 Freud πρόσθεσε το τμήμα «The Libido Theory» στο βιβλίο του «Three Essays» (1905), στο οποίο η ναρκισσιστική λίμπιντο περιγράφηκε ως «η μεγάλη δεξαμενή από την οποία τα αντικείμενα που κατέχονται (με κάθεξη), στέλνονται έξω και στην οποία επαναποσύρονται για ακόμα μια φορά». Αυτή τη μεταφορά έκτοτε, ο Freud την επαναλαμβάνει σχεδόν όποτε συζητά για τον ναρκισσισμό.
Για την ψυχανάλυση, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο Freud αντιδιέστειλε τα μονοπάτια που οδηγούν στην επιλογή αντικειμένου ναρκισσιστικού τύπου με τα μονοπάτια που οδηγούν στην επιλογή αντικειμένου ανακλητικού ή συνδετικού τύπου:
- Το αγαπημένο πρόσωπο στην επιλογή ναρκισσιστικού τύπου είναι ή «ο ίδιος» ή «αυτός που ήταν» ή «αυτός που θα ήθελε να είναι» ή «κάποιος που κάποτε ήταν κομμάτι του εαυτού του».
- Το αγαπημένο πρόσωπο στην επιλογή ανακλητικού ή συνδετικού τύπου είναι ή «η γυναίκα που με θηλάζει» ή «ο άντρας που με προστατεύει».
Το Υπερεγώ, η ενήλικη μετεξέλιξη του ναρκισσισμού, είναι αυτό που «παρατηρεί αυστηρά την συνείδηση» και συμπεριλαμβάνεται διαπλεγμένο σύμφωνα με τον Freud,
- στην κανονική συνείδηση της εγρήγορσης,
- στη λογοκρισία του ονείρου, και
- στις ψευδαισθήσεις παρακολούθησης.
Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε στο άρθρο μας, για το ρόλο που παίζει ο ναρκισσισμός στην ανάπτυξη της κατάθλιψης, σύμφωνα με την ψυχανάλυση.
Όταν το Υπερεγώ έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην ψυχαναλυτική εργασία του Freud (1923), ήταν απλά ένα εναλλακτικό όνομα για το «ιδανικό εγώ», ενώ αργότερα θα εννοείτο κυρίως ως η ψυχική δομή της (προ)φύλαξης και της απαγόρευσης.
Ένας αρχαιοελληνικός μύθος που περιγράφει την πορεία και την μεταμόρφωση του ναρκίσσου, κατέληξε να έχει περίοπτη θέση ως ο ναρκισσισμός και οι μεταμορφώσεις του, στην ψυχανάλυση. Και δεν είναι ο μόνος. Τυχαίο; Δεν νομίζω!
Ο Ναρκισσισμός κοστίζει και στην υγεία (και στην τσέπη...!!!). Ο λόγος είναι ότι η αίσθηση μεγαλείου του Εγώ, χρειάζεται ενεργοβόρες και στρεσογόνες τακτικές για να συντηρηθεί... Η σύγκρουση με την πραγματικότητα, γεννά τελικά και αναπόφευκτες καταθλίψεις... Αντι-οικολογικός λοιπόν ο Ναρκισσισμός...